Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Ἄουγκουστ Στρίντμπεργκ.

«Οἱ πιστωτές»
"Fordringsägare", 1889.
κωμικὴ τραγωδία.
~
Μετάφραση: Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
1η δημοσίευση: Ἐκδόσεις Μαρῆ, Ἀθήνα 1978.
~
Τὰ πρόσωπα:
Θέκλα
Ἀδόλφος, ἄντρας της, ζωγράφος.
Γουσταῦος, χωρισμένος ἄντρας της.
2 κυρίες,
1 γκαρσόνι.
~
Σκηνικό:
Τόπος, μία μικρὴ λουτρόπολη. Ἐποχή, τωρινή. Σαλόνι ξενοδοχείου.
Πόρτα στὴ μέση, μὲ θέα πρὸς τὴ θάλασσσα. Πόρτες στὰ πλάγια, δεξιὰ κι' ἀριστερά.
Στὴν ἀριστερὴ πόρτα, ἠλεκτρικὸ κουδοῦνι. Δεξιὰ τῆς μεσαίας πόρτας, τραπέζι μὲ μιὰ
μποτίλια νερὸ κι' ἕνα ποτῆρι. Ἀριστερὰ τῆς μεσαίας πόρτας, ἐταζέρα. Δεξιὰ μπροστά,
τζάκι. Δεξιά, στρογγυλὸ τραπέζι μὲ πολυθρόνα. Ἀριστερά, καναπές, τεράγωνο τραπέζι, κάθισμα. Στὸ τραπέζι, μικρὸ βᾶθρο μὲ μιὰ προτομὴ σκεπασμένη, ἐφημερίδες
καὶ βιβλία. Εἶναι μέρα. Καλοκαῖρι.


Σκηνὴ Πρώτη.

(Ὁ Ἀ. κάθεται στὴν πολυθρόνα κοντὰ στὸ τετράγωνο τραπέζι, ἔχει τὸ μπαστοῦνι του
κοντά του).

ΑΔΟΛΦΟΣ. - Καὶ γιὰ ὅλ' αὐτά, πρέπει νὰ εὐχαριστῶ ἐσένα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - (Πάει κι' ἔρχεται δεξιά του, καπνίζοντας ποῦρο). - Ὤ, ἀνοησίες.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἄ, ὄχι! Γιατί, τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἔφυγε ἡ γυναίκα μου, ἔπεσα
στὸν καναπέ μου σὰν παράλυτος καὶ ἄφησα τὸν ἑαυτό μου μὰ παρασυρθεῖ ἀπ' τὴν κατάθλιψη. Ἦταν σὰν νὰ μοῦ εἶχε πάρει τὰ δεκανίκια μου καὶ νὰ μὴ μποροῦσα νὰ κάνω βῆμα. Ἀφοῦ πέρασαν κἅνα-δυὸ μέρες, πῆρα θᾶρρος κι' ἄρχισα νὰ  συνέρχομαι. Τὸ ντελίριο, οἱ σκοτοδίνες ποὺ γεννοῦσε τὸ μυαλό μου, χάθηκαν καὶ τὸ κεφάλι μου σιγὰ-σιγὰ ἀλάφρωσε. Ξαναβρῆκα τὶς σκέψεις μου· ξύπνησε μέσα μου ὁ πόθος τῆς δουλειᾶς, ὁ παλμὸς τῆς δημιουργίας. Τὰ μάτια μου ξαναβρῆκαν  τὴ δύναμη νὰ βλέπουν καθαρὰ καὶ ξάστερα. Εἶχες ερθει ἐσύ, φίλε μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, ὅταν βρέθηκα μπροστά σου, φίλε μου, εἶχες τὰ χάλια σου καὶ πήγαινες σχεδὸν μὲ δεκανίκια. Ὅμως, αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει ὅτι ἡ παρουσία μου καὶ μόνο σὲ βοήθησε τόσο πολὺ νὰ συνέλθεις. Εἶχες ἀνάγκη ἀπὸ γαλήνη, ἀνάγκη νὰ μιλήσεις μ' ἕναν ἄνθρωπο.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Σ' αὐτὸ ἔχεις δίκηο, ὅπως καὶ σὲ ὅ,τι ἆλλο λές. Παληότερα, συνήθως εἶχα φίλους. Ὡστόσο, μετὰ τὸν γάμο μου, μοῦ φάνηκαν περιττοί. Μοῦ ἀρκοῦσε νὰ ἔχω τὴν φίλη τῆς καρδιᾶς μου, αὐτὴν ποὺ διάλεξα ἐγὼ ὁ ἴδιος. Σὲ λίγο μπῆκα σὲ καινούργιο κῦκλο κι' ἀπόκτησα καινούργιες παρέες. Τότε ὅμως, ἡ γυναίκα μου ζήλευε, ἤθελε νὰ μ' ἔχει ἀποκλειστικὰ δικό της. Μά, τὸ χειρότερο εἶναι, πὼς ἤθελε νὰ ἔχει καὶ τοὺς φίλους μου γιὰ τὸν ἑαυτό της - κι' ἔτσι ἔμεινα μονάχος μου νὰ ζηλεύω.

 ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἔχεις τάση νὰ ζηλεύεις, ἔ; (Περνάει πίσω ἀπὸ τὸ τετράγωνο τραπέζι  καὶ ἔρχεται ἀριστερὰ τοῦ Ἀ).
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Φοβόμουνα μήπως τὴν χάσω - κι' ἤθελα νὰ προλάβω κάτι τέτοιο.  Σοῦ φαίνεται παράξενο; Ποτὲ ὅμως δὲν φοβήθηκα πὼς ἐκείνη θὰ μοῦ ἔκανε κάποτε κάποιαν ἀπιστία.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ ποιός σύζυγος φοβήθηκε ποτὲ τέτοιο πρᾶγμα;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἀλήθεια, περίεργο δὲν εἶναι; Ἐκεῖνο πάντως ποὺ μ' ἀνησυχοῦσε ἦταν μήπως τὴν ἐπηρέαζαν οἱ φίλοι μου καὶ ἔτσι ἀποχτοῦσαν ἔμμεσα δύναμη ἐπάνω μου - οὔτε νὰ τὸ σκεφτῶ δὲν ἄντεχα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δηλαδή, ἐσὺ καὶ ἡ γυναίκα σου δὲν εἴχατε ἴδιες ἰδέες;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Σοῦ εἶπα τόσα πολλά, μπορεῖς νὰ μάθεις πιὰ τὸ κάθε τί - ἡ γυναίκα μου εἶναι ἀνεξάρτητος χαρακτήρας. (Ὁ Γ. γελάει). - Γιατί γελᾶς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Συνέχισε, συνέχισε. Εἶναι ἀνεξάρτητος χαρακτήρας - μὰ εἶναι;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Δὲν θέλει νὰ παίρνει τίποτα ἀπὸ μένα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὅμως ἀπ' ὁποιονδόποτε ἆλλον, θέλει, - ἔτσι;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - (ὕστερ' ἀπὸ παύση). - Ναί. Καὶ..., σὰ νὰ εἶχα τὴν ἐντύπωση, πὼς ἀντιπαθοῦσε τὶς ἰδέες μου μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἦταν δικές μου κι' ὄχι γιατί αὐτὲς καθ' ἑαυτὲς φαίνονταν παράλογες. Μάλιστα, συχνὰ συνέβαινε νὰ παίρνει παληὲς δικές μου ἰδέες καὶ νὰ τὶς ὑποστηρίζει τώρα μὲ ζῆλο σὰν δικές της. Ἄν συνέβαινε ποτέ, ἕνας φίλος μου, νὰ τῆς δώσει ἰδέες δικές μου, τὶς εὕρισκε ὑπέροχες· εὕρισκε ὑπέροχο τὸ κάθε τι ποὺ δὲν προερχόταν ἀπὸ μένα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μ' ἆλλα λόγια, δὲν εἶσαι ἀληθινὰ εὐτυχισμένος.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὄχι δά, εἶμαι! Ἡ γυναίκα ποὺ ποθοῦσα εἶναι δική μου καὶ ποτὲ δὲν πόθησα καμιὰν ἄλλη.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Οὔτε θὰ ἐπιθυμοῦσες ποτὲ τὴν ἐλευθερία σου;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὄχι, γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, ὄχι... Κάποτε-κάποτε μοῦ περνᾶ ἀπ' τὸ μυαλὸ ἡ σκέψη πόσο ἥσυχα θὰ μποροῦσα νὰ ζῶ, ἄν ἤμουν ἐλεύθερος - μὰ μόλις μ' ἀφήσει ἐκείνη καὶ φύγει, τὴν ἀποζητῶ ἀμέσως, σὰ νὰ ἦταν τὸ χέρι μου ἤ τὸ πόδι μου. Περίεργο, ἀλλὰ σὰν εἶμαι μόνος, μοῦ φαίνεται καμιὰ φορὰ πὼς αὐτὴ δὲν ἔχει  πραγματικὰ δικό της ἐγώ, νιώθω πὼς εἶναι ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἕνα κομμάτι ἀπὸ μέσα μου, ποὺ ἅρπαξε ὅλη τὴν θέλησή μου, ὅλη τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς μου. Γιατί, ἀκόμα καὶ τὸ μεδοῦλι μου, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μιὰν ἀνατομικὴ ἔκφραση, εἶναι τοποθετημένο μέσα της. Κάπως ἔτσι μοῦ φαίνεται νὰ εἶναι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἀπὸ μιὰν εὐρύτερη ἄποψη, μπορεῖ νὰ εἶναι κι' ἔτσι.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Κουταμάρες. Ἕνα τόσο ἀνεξάρτητο πλᾶσμα σὰν κι' ἐκείνη, μὲ τόσο τρομαχτικὲς δικές της ἰδέες! Καὶ ὅταν τὴν γνώρισα, ἐγὼ τί ἤμουνα; Ἕνα τίποτα. Ἕνα καλλιτεχνικὸ παιδαρέλι, ποὺ ἐκείνη τὸ ἀνάθρεψε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, ἀλλὰ ἐσὺ τῆς ἀνάπτυξες τὸ μυαλὸ καὶ τήνε μόρφωσες. Ἔτσι δὲν εἶναι;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὄχι. Ἐκείνη σταμάτησε τὴν ἀνάπτυξή της καὶ γὼ προόδεψα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, περίεργο ἀλήθεια, γιατί τὸ συγγραφικό της ταλέντο χειροτέρεψε ὕστερ' ἀπ' τὸ πρῶτο της βιβλίο ἤ γιὰ νὰ εἴμαστε ὅσο γίνεται περισσότερο ἐπιεικεῖς, δὲν ἀναπτύχθηκε ἆλλο. (Κάθεται στὸν καναπὲ ἀντίκρυ στὸν Ἀ.) Βέβαια, τότε, εἶχε μπόλικο ὑλικὸ - ἔκανε σίγουρα τὸ πορτραῖτο τοῦ πρώτου της ἄντρα - τὸν γνώρισες ποτέ, φιλαράκο μου; Φαίνεται νὰ ἦταν ἕνας ἠλίθιος.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ποτὲ δὲν τὸν εἶδα. Ἔλειπε περισσότερο ἀπὸ ἕξη μῆνες. Ἀλλὰ ὁ ἀνθρωπάκος μας σίγουρα ἦταν ἕνας τέλειος ἠλίθιος, ἄν κρίνουμε ἀπὸ τὶς περιγραφές της. Καὶ πίστεψέ με, φίλε μου, οἱ περιγραφές της δὲν ἦταν καθόλου ὑπερβολικές.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Σαφῶς! Μά, γιατί τὸν παντρεύτηκε;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Σάμπως τὸν ἤξερε; Οἱ ἄνθρωποι φανερώνονται ὁ ἕνας στὸν ἆλλο μετὰ τὸν γάμο, δὲν τὸ ξέρεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τότε ὅμως, καλὰ θὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν παντρεύονται προτοῦ φτάσουνε...γιὰ γάμο. Λοιπόν, κατὰ τὰ φαινόμενα, ὁ ἄντρας της ἤτανε τύραννος.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Γιατί, κατὰ τὰ φαινόμενα;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ ποιός σύζυγος δὲν εἶναι! (Στὰ κουτουρού) - Καὶ σύ, ταλαίπωρε, δὲν πᾶς πίσω. Ἴδιος εἶσαι!
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἐγώ! Ἐγὼ ποὺ ἐπιτρέπω στὴ γυναίκα μου νὰ πηγαίνει ὅπου τῆς ἀρέσει;!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Σηκώνεται). - Μπᾶ, σπουδαῖο πρᾶγμα! Δὲν φαντάστηκα βέβαια πὼς  μπορεῖς καὶ νὰ τὴν κλειδώσεις! (Περνᾶ πίσω ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἔρχεται δεξιὰ τοῦ Ἀ.) - Καί, δὲν σοῦ κακοφαίνεται, νὰ μένει ἔξω ὅλη νύχτα;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Δὲν νομίζω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲς κάτι. (Στὸν ἴδιο τόνο ποὺ εἶχε πιὸ πρίν). - Γιὰ νὰ μιλᾶμε ἄντρας πρὸς  ἄντρα, αὐτὸ ποὺ λὲς σὲ κάνει γελοῖο!
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Γελοῖο; Καὶ γίνεται γελοῖος ὅποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ γυναίκα του;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Σαφῶς! Καὶ εἶσαι γελοῖος. Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου. (Προχωρεῖ γύρω ἀπὸ τὸ στρογγυλὸ τραπέζι δεξιά).
ΑΔΟΛΦΟΣ. - (Ἐρεθισμένος). Ἐγώ; Θὰ προτιμοῦσα ὁ,τιδήποτε ἆλλο, ἀλλὰ αὐτὸ... Μά, θὰ μὲ δεῖς τώρα!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μόνο μὴν ἐξάπτεσαι καὶ σοῦ 'ρθει κι' ἄλλη προσβολή.




[Συνεχίζει].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου