Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

~
Κλινοσοφιστεῖες.

Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Εικόνα Ἑπτὰ ἔψιλον ().

..............................................................καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Ἑπτὰ ἔψιλον (7ε) ἤ Ἑρμοῦ Ἑρμηνευτικὰ Ἐρώτων, ἐκδόσεις περὶ Ἑλλήνων Ἐραστῶν τε καὶ Ἐρωμένων.
Κυκλοφοροῦν δηλαδὴ ἅπαντα τὰ γαμημένα καὶ ἡ ἐπιτομὴ μὲ τὰ ἀγάμητα, ὑπὸ τὴν ἔγκρισιν καὶ καθοδή-
γησιν τοῦ θεοῦ Ἑρμοῦ, μὲ τὸν μόχθο καὶ τὸν ἱδρώτα, στὴν ἐπιμέλεια, ἐμοῦ, τοῦ κολλητοῦ του.

Ρεπορτάζ.
Στὰ ἐγκαίνια τῶν γραφείων καὶ τυπογραφείων μας, ἐπὶ τοῦ ὄρους Κυλλήνη, οἱ Νῦμφες τῆς Ἀρκαδίας
προσέφεραν στοὺς καλεσμένους παγωτὰ καὶ ἆλλα δροσιστικὰ "Γαλαξίας", μὲ σῆμα κατατεθὲν τὸ βυζὶ
τῆς Ἥρας νὰ χύνει γάλα. Ὑπαινιγμὸς ὅτι ἡ ζηλόφθων θεὰ πέταξε μακρυά της, ἐν στιγμῇ θηλασμοῦ, τὸν
Ἑρμῆ βρέφος...- ἀλλὰ .ασε, ἄς κάνουμε τὰ στραβὰ μάτια. Ἡ δασκάλα μου ἡ Ἀθηνᾶ ἀξίωσε νὰ πάρω μα-
ζύ μου τὴν γλαύκα της, ποὺ μοῦ χάρισε, ἀλλοιῶς θὰ μοὺ τὴν ἀποστεροῦσε διὰ παντός. Ἀπουσίαζαν τὰ
βόδια (ὅσοι δὲν διαβάζουν λογοτεχνία, δὲν θεατρίζονται καὶ ἀγνοοῦν τὴν ἔντεχνον μουσικήν) ἀλλὰ ὄχι
καὶ οἱ δαμάλες τοῦ στενοῦ περιβάλλοντος τῶν θεῶν, αἵτινες καὶ ἐδήλωσαν ὅλες λεσβίες, ἡ μία σαπφώ-
τερη ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπικινδύνως καλλονὲς καὶ μὲ ποιητικὰ ἔπαθλα. Ὁ Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ὄχι μό-
νον άπρόσκλητος ἦρθε πρῶτος πρῶτος ἀλλὰ καὶ ὀλίγον τι πολὺ εἴρων, οὔτε κἄν μὲ φλερτάρησε, κι' ἄς
τοῦ πρόσφερα νὰ γλείψει τὸ πρῶτο χορταστικὸ παγωτό, ἐγώ, ποὺ δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ δουλειά μου! Καὶ
ἐπειδή, ἀπὸ γεννησιμιοῦ μου, εὐκόλως θίγομαι, ὁδηγῶντας διὰ τοῦ βλέμματός μου τὸ λίαν πονηρὸν
ἰδικόν του βλέμμα πρὸς τὴν Μαριανέλλα Κλώκα*, εἶναι σὰν νὰ τοῦ τὰ εἶπα ὅλα: τὰ κείμενά μου θὰ κυ-
κλοφοροῦν σὲ χιλιάδες ἀντίτυπα ἐνῶ τὰ δικά σου, μεσιά, φεῦ!...- ποτὲ δὲν ξεπέρασαν τὴν πρώτη δεκά-
δα τιρὰζ (ὅσο ζοῦσες), μολονότι ἀψόγως ὀρθογραφημένα (ψιλή, βαρεία, δασεία, περισπωμένη, ὑπογε-
γραμμένη) καὶ σὲ χειρόγραφα.


Γενικῶς, ὅλοι οἱ θεοὶ καὶ αἱ θεαὶ τοῦ Ὀλύμπου ἐπιφυλάχθηκαν νὰ ἔρθουν, ἀφοῦ (λυποῦμαι) δὲν τοὺς γέ-
μιζα τὸ μάτι ἐγώ, ὡστόσο ἔστειλαν τὰ ἄλλοτε ὑπὸ τοῦ Ἑρμοῦ κλεμμένα τους νὰ ἐκτεθοῦν (παγκόσμια
πρώτη). Κάτι δηλαδὴ σὰν ἐκεῖνο ποὺ οἱ μᾶγκες μας ἀξιώνουν νὰ φέρουν ὡς "δανεικὰ" τὰ γλυπτὰ τοῦ
Παρθενῶνος ἀπὸ τὴν Ἀγγλετέρας καὶ δὲν τὴν ἀπαυτώνουν ἄνευ σιέλου, τὴν Κυπροχωρίστραν. Κοντο-
λογίς, πλὴν τῶν δαμαλισσῶν τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐκτέθησαν (μὲ τὴν καλὴν ἔννοιαν): ἡ πυράργα τοῦ Ἡφαί-
στου (κατάλληλη γιὰ νὰ ψήνεται κανεὶς στὸν ἔρωτα), ἡ τρίαινα τοὺ Ποσειδῶνος (νὰ τρυπᾶ κατάκωλα
τοὺς κερατοῦντας ἄνευ προφυλακτικοῦ), τὸ ξίφος τοῦ Ἄρεως (πρὸς ἀκαταμάχητον μονομαχίαν μὲ ὁμο-
φοβικούς), ἡ ζώνη τῆς Ἀφροδίτης (ἀχρείαστη νἆναι στὴν Εὐαγγελία Βλάμη* καὶ στὶς φίλες της), τὸ σκῆπ-
τρο τοῦ Διός (ποὺ ἴσως δοθεῖ ἐφέτος στὸν Γιῶργο Τσιτιρίδη*) καὶ ὁ κεραυνὸς τοῦ Διός, πού, τελικῶς, δὲν
τόλμησε ὁ προστάτης καὶ ἐραστής μου θεὸς νὰ κλέψει, φοβούμενος μὴν καεῖ...- καὶ τότε: ποιός θὰ ὁδη-
γοῦσε τὶς ψυχές (καὶ τὴν ἰδικήν του) στὸν Ἅδη; Ἄχ, Ἑρμῆ! Ποῦ σὲ βρῆκα, ἄχ; ...

Σὲ περίοπτη θέση, μὲ τὸ κηρύκειό του καὶ τὰ φτερωτὰ σανδάλια του ἐναποθετημένα ἑκατέρωθέν του, ὁ
ὕψιστος Ἑρμηνευτὴς Ἑρμῆς, ποὺ λίγο ἔλλειψε οἱ ἀσύδοτοι τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνος νὰ τοῦ κάψουν
τὸν ἐξαίσιο κῶλο στὴν Ὀλυμπία (θὰ τοὺς πετσόκοβα τὸν χεστήρα καὶ στοὺς 300 - ὄχι τοῦ Λεωνίδα) - δὲν
μὲ ξέρουνε ἐμένα τί πούστης γίνομαι, ἅμα θέλω...), μοῦ ἔκλεισε τὸ μάτι, νὰ ξεκινήσω. Εὐτυχῶς, τὸ κλῦ-
σμα ἀποδυνάμωσε τὸ τράκ μου. Ἐπὶ ἁμάξης ἔδωσα ὀλίγα ἐδάφια ψαλμῶν, τὰ ἐξ ἁμάξης, πρὸς τοὺς ἀπα-
νταχοῦ κομπλεξικούς.
Ἰδοὺ μερικά:

* Ὁ καθὼς πρέπει ὁμοφυλόφιλος ξαπλώνει μὲ τὸν καλό του ἀλλὰ κοιμᾶται μὲ τὴν μαμά του.
* Θέλω νὰ μάθω τί ἄνθρωπος εἶσαι. Πές μου ἀστεῖα.
* Δὲν ἔμαθα ποτὲ - κι' ἄς προσπάθησα πολύ - τί στὴν Φύση καὶ στὴν Ζωὴ εἶναι "διαφορετικό", ἀλλὰ κά-
θε διαφορετικὸ μοῦ φάνηκε πιὸ γνήσιο ἀπὸ τὸ κοινῶς πραδεκτό. Καὶ δὲν νομίζω πὼς λέω κάτι διαφορε-
τικὸ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια.
* Ἐξαπατοῦμε τὸν ἑαυτό μας χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε. Ὅταν ὅμως μᾶς ἐξαπατοῦν, τὸ βλέπουμε.
* Τὸ μίσος εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ναυάγησε.
* Τὸ μίσος σὲ κάνει νὰ βλέπεις ξεκάθαρα.

Ἄ! Παραλίγο νὰ τὸ ξεχάσω. Μὲ τὴν ἔμφυτον χάριν μου, ξαπόστειλα τὸν Ἑρμῆ Ὀνειροπομπὸ καὶ Ὑπνο-
δότη νὰ πάει στὸν Ἀχέροντα καὶ τὴν Ἀχερουσίαμ ὡς μὴ ἔχοντα καμία δουλειὰ μεταξύ μας.

Ἀγώνιες καὶ Ἐναγώνιες, οἱ ἐκδόσεις μας, ἐξοπλισμένες μὲ στρεγγλίδα, ξύστρα δηλαδή, μὲ τὴν ὁποία θὰ
ξύσουμε τὸν νοῦν καὶ τὴν ψυχή μας ἀπὸ προκαταλήψεις ποὺ μᾶς καθιστοῦν ἀνέραστους καὶ δυστυχεῖς,
ἐπιτέλους εἶναι πραγματικότης, ὡς λάλον ὕδωρ στὸ αὐλάκι. Γαλήνη πνεύματος (εἶμαι δὰ 63 χρονῶν)
καὶ λεπτότης σκέψεως (ὁ διδάσκαλός μου Γιάννης Σιδέρης πρῶτος μὲ εἶπε: "κράμα εὐαισθησίας, χάρι-
τος καὶ μοντερνισμοῦ"). Ἄχ, νὰ μὲ λέγανε Λόγιον Ἑρμῆ!...

Στὸ τέλος τῆς ἐκδήλωσης, δὲν προλάβαινα νὰ μοιράζω μαρμάρινες Ἑρμές, τὰ γνωστὰ Ἑρμίδια, ἤτοι:
ἀγαλματάκια μὲ τὸ κεφάλι τοῦ Ἑρμοῦ ἤ τοῦ Διονύσου (τὸ πήγαινε κι' αὐτὸς τὸ γράμμα), χωρὶς κορμί,
ἀλλά, ἀντ' αὐτοῦ, τετραγωνικὴ στήλη μὲ αἰδοῖο (γιὰ τοὺς σεμνοτύφους) ἤ ψωλή (γιὰ ὅλους), γύρω στὰ
εἴκοσι ἑκατοστά (...ἀκριβούτσικο τὸ πεντελικὸ μάρμαρο!...) Καί, ἐπειδὴ ὁ Ἑρμῆς, ὁ Κυβερνήτης στὸν
ἀστεριμό μου τῆς Παρθένου, εἶναι ὁ πρῶτος πλανήτης ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἥλιο, ἄρα θερμό-
αιμος, ἄρα γυμνιστής, ἄρα ἀπὸ δῶ πᾶν' κι' ἆλλοι, ἄρα μὲ τοῦτον τὸν γυιὸ τοῦ Διός καὶ τῆς Ἀτλαντίδος
Νύμφης Μαίας, ἔχουμε μέλλον! Θὰ του καθήσω. Στὸ ἀληθινὸ ἑρμίδιον ἐννοῶ. Καὶ θὰ βγεῖ ζουμὶ ἀπ'
αὐτό. Γόνιμο.

Υ.Γ. Πές το ὡραῖα καὶ θὰ ὑπάρξει. Θεὸς Λόγος ἔστι.

---------------------------------------------------------------------------------------- μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.
------
* Συναργάτες τῆς Ἀνοχύρωτης Πόλης.
------
Πρώτη Δημοσίευση: ἐφημερίδα Ἀνοχύρωτη Πόλη, τ. 23. 21 Νοεμβρίου 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου