Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Ἄουγκουστ Στρίντμπεργκ.

«Οἱ πιστωτές»
"Fordringsägare", 1889.
κωμικὴ τραγωδία.
~
Μετάφραση: Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.
1η δημοσίευση: Ἐκδόσεις Μαρῆ, Ἀθήνα 1978.
~
Τὰ πρόσωπα:
Θέκλα
Ἀδόλφος, ἄντρας της, ζωγράφος.
Γουσταῦος, χωρισμένος ἄντρας της.
2 κυρίες,
1 γκαρσόνι.
~
Σκηνικό:
Τόπος, μία μικρὴ λουτρόπολη. Ἐποχή, τωρινή. Σαλόνι ξενοδοχείου.
Πόρτα στὴ μέση, μὲ θέα πρὸς τὴ θάλασσσα. Πόρτες στὰ πλάγια, δεξιὰ κι' ἀριστερά.
Στὴν ἀριστερὴ πόρτα, ἠλεκτρικὸ κουδοῦνι. Δεξιὰ τῆς μεσαίας πόρτας, τραπέζι μὲ μιὰ
μποτίλια νερὸ κι' ἕνα ποτῆρι. Ἀριστερὰ τῆς μεσαίας πόρτας, ἐταζέρα. Δεξιὰ μπροστά,
τζάκι. Δεξιά, στρογγυλὸ τραπέζι μὲ πολυθρόνα. Ἀριστερά, καναπές, τεράγωνο τρα-
πέζι, κάθισμα. Στὸ τραπέζι, μικρὸ βᾶθρο μὲ μιὰ προτομὴ σκεπασμένη, ἐφημερίδες
καὶ βιβλία. Εἶναι μέρα. Καλοκαῖρι.


Σκηνὴ Πρώτη.

(Ὁ Ἀ. κάθεται στὴν πολυθρόνα κοντὰ στὸ τετράγωνο τραπέζι, ἔχει τὸ μπαστοῦνι του
κοντά του).

ΑΔΟΛΦΟΣ. - Καὶ γιὰ ὅλ' αὐτά, πρέπει νὰ εὐχαριστῶ ἐσένα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - (Πάει κι' ἔρχεται δεξιά του, καπνίζοντας ποῦρο). - Ὤ, ἀνοησίες.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἄ, ὄχι! Γιατί, τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἔφυγε ἡ γυναίκα μου, ἔπεσα
στὸν καναπέ μου σὰν παράλυτος καὶ ἄφησα τὸν ἑαυτό μου μὰ παρασυρθεῖ ἀπ'
τὴν κατάθλιψη. Ἦταν σὰν νὰ μοῦ εἶχε πάρει τὰ δεκανίκια μου καὶ νὰ μὴ μποροῦσα νὰ κάνω βῆμα. Ἀφοῦ πέρασαν κἅνα-δυὸ μέρες, πῆρα θᾶρρος κι' ἄρχισα νὰ
συνέρχομαι. Τὸ ντελίριο, οἱ σκοτοδίνες ποὺ γεννοῦσε τὸ μυαλό μου, χάθηκαν καὶ
τὸ κεφάλι μου σιγὰ-σιγὰ ἀλάφρωσε. Ξαναβρῆκα τὶς σκέψεις μου· ξύπνησε μέσα
μου ὁ πόθος τῆς δουλειᾶς, ὁ παλμὸς τῆς δημιουργίας. Τὰ μάτια μου ξαναβρῆκαν
τὴ δύναμη νὰ βλέπουν καθαρὰ καὶ ξάστερα. Εἶχες ερθει ἐσύ, φίλε μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, ὅταν βρέθηκα μπροστά σου, φίλε μου, εἶχες τὰ χάλια σου
καὶ πήγαινες σχεδὸν μὲ δεκανίκια. Ὅμως, αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει ὅτι ἡ παρουσία
μου καὶ μόνο σὲ βοήθησε τόσο πολὺ νὰ συνέλθεις. Εἶχες ἀνάγκη ἀπὸ γαλήνη, ἀνάγκη νὰ μιλήσεις μ' ἕναν ἄνθρωπο.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Σ' αὐτὸ ἔχεις δίκηο, ὅπως καὶ σὲ ὅ,τι ἆλλο λές. Παληότερα, συνήθως εἶχα φίλους. Ὡστόσο, μετὰ τὸν γάμο μου, μοῦ φάνηκαν περιττοί. Μοῦ ἀρκοῦσε νὰ ἔχω τὴν φίλη τῆς καρδιᾶς μου, αὐτὴν ποὺ διάλεξα ἐγὼ ὁ ἴδιος. Σὲ λίγο μπῆκα σὲ καινούργιο κῦκλο κι' ἀπόκτησα καινούργιες παρέες. Τότε ὅμως, ἡ γυναίκα μου ζήλευε, ἤθελε νὰ μ' ἔχει ἀποκλειστικὰ δικό της. Μά, τὸ χειρότερο εἶναι, πὼς ἤθελε νὰ ἔχει καὶ τοὺς φίλους μου γιὰ τὸν ἑαυτό της - κι' ἔτσι ἔμεινα μονάχος μου
νὰ ζηλεύω.
 ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἔχεις τάση νὰ ζηλεύεις, ἔ; (Περνάει πίσω ἀπὸ τὸ τετράγωνο τραπέζι
καὶ ἔρχεται ἀριστερὰ τοῦ Ἀ).

ΑΔΟΛΦΟΣ. - Φοβόμουνα μήπως τὴν χάσω - κι' ἤθελα νὰ προλάβω κάτι τέτοιο.
Σοῦ φαίνεται παράξενο; Ποτὲ ὅμως δὲν φοβήθηκα πὼς ἐκείνη θὰ μοῦ ἔκανε κά-
ποτε κάποιαν ἀπιστία.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ ποιός σύζυγος φοβήθηκε ποτὲ τέτοιο πρᾶγμα;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἀλήθεια, περίεργο δὲν εἶναι; Ἐκεῖνο πάντως ποὺ μ' ἀνησυχοῦσε
ἦταν μήπως τὴν ἐπηρέαζαν οἱ φίλοι μου καὶ ἔτσι ἀποχτοῦσαν ἔμμεσα δύναμη ἐπάνω μου - οὔτε νὰ τὸ σκεφτῶ δὲν ἄντεχα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δηλαδή, ἐσὺ καὶ ἡ γυναίκα σου δὲν εἴχατε ἴδιες ἰδέες;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Σοῦ εἶπα τόσα πολλά, μπορεῖς νὰ μάθεις πιὰ τὸ κάθε τί - ἡ γυναίκα μου εἶναι ἀνεξάρτητος χαρακτήρας. (Ὁ Γ. γελάει). - Γιατί γελᾶς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Συνέχισε, συνέχισε. Εἶναι ἀνεξάρτητος χαρακτήρας - μὰ εἶναι;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Δὲν θέλει νὰ παίρνει τίποτα ἀπὸ μένα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὅμως ἀπ' ὁποιονδήποτε ἆλλον, θέλει, - ἔτσι;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - (ὕστερ' ἀπὸ παύση). - Ναί. Καὶ..., σὰ νὰ εἶχα τὴν ἐντύπωση, πὼς ἀντιπαθοῦσε τὶς ἰδέες μου μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἦταν δικές μου κι' ὄχι γιατί αὐτὲς καθ' ἑαυτὲς φαίνονταν παράλογες. Μάλιστα, συχνὰ συνέβαινε νὰ παίρνει παληὲς  δικές μου ἰδέες καὶ νὰ τὶς ὑποστηρίζει τώρα μὲ ζῆλο σὰν δικές της. Ἄν συνέβαινε  ποτέ, ἕνας φίλος μου, νὰ τῆς δώσει ἰδέες δικές μου, τὶς εὕρισκε ὑπέροχες· εὕρισκε ὑπέροχο τὸ κάθε τι ποὺ δὲν προερχόταν ἀπὸ μένα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μ' ἆλλα λόγια, δὲν εἶσαι ἀληθινὰ εὐτυχισμένος.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὄχι δά, εἶμαι! Ἡ γυναίκα ποὺ ποθοῦσα εἶναι δική μου καὶ ποτὲ
δὲν πόθησα καμιὰν ἄλλη.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Οὔτε θὰ ἐπιθυμοῦσες ποτὲ τὴν ἐλευθερία σου;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὄχι, γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, ὄχι... Κάποτε-κάποτε μοῦ περνᾶ ἀπ'
τὸ μυαλὸ ἡ σκέψη πόσο ἥσυχα θὰ μποροῦσα νὰ ζῶ, ἄν ἤμουν ἐλεύθερος - μὰ μόλις
μ' ἀφήσει ἐκείνη καὶ φύγει, τὴν ἀποζητῶ ἀμέσως, σὰ νὰ ἦταν τὸ χέρι μου ἤ τὸ πόδι
μου. Περίεργο, ἀλλὰ σὰν εἶμαι μόνος, μοῦ φαίνεται καμιὰ φορὰ πὼς αὐτὴ δὲν ἔχει
πραγματικὰ δικό της ἐγώ, νιώθω πὼς εἶναι ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἕνα κομμάτι
ἀπὸ μέσα μου, ποὺ ἅρπαξε ὅλη τὴν θέλησή μου, ὅλη τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς μου. Γιατί,
ἀκόμα καὶ τὸ μεδοῦλι μου, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μιὰν ἀνατομικὴ ἔκφραση, εἶναι τοποθετημένο μέσα της. Κάπως ἔτσι μοῦ φαίνεται νὰ εἶναι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἀπὸ μιὰν εὐρύτερη ἄποψη, μπορεῖ νὰ εἶναι κι' ἔτσι.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Κουταμάρες. Ἕνα τόσο ἀνεξάρτητο πλᾶσμα σὰν κι' ἐκείνη, μὲ τόσο
τρομαχτικὲς δικές της ἰδέες! Καὶ ὅταν τὴν γνώρισα, ἐγὼ τί ἤμουνα; Ἕνα τίποτα.
Ἕνα καλλιτεχνικὸ παιδαρέλι, ποὺ ἐκείνη τὸ ἀνάθρεψε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, ἀλλὰ ἐσὺ τῆς ἀνάπτυξες τὸ μυαλὸ καὶ τήνε μόρφωσες. Ἔτσι
δὲν εἶναι;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὄχι. Ἐκείνη σταμάτησε τὴν ἀνάπτυξή της καὶ γὼ προόδεψα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, περίεργο ἀλήθεια, γιατί τὸ συγγραφικό της ταλέντο χειροτέρεψε ὕστερ' ἀπ' τὸ πρῶτο της βιβλίο ἤ γιὰ νὰ εἴμαστε ὅσο γίνεται περισσότερο ἐπιεικεῖς, δὲν ἀναπτύχθηκε ἆλλο. (Κάθεται στὸν καναπὲ ἀντίκρυ στὸν Ἀ.) Βέβαια, τότε, εἶχε μπόλικο ὑλικὸ - ἔκανε σίγουρα τὸ πορτραῖτο τοῦ πρώτου της ἄντρα - τὸν γνώρισες ποτέ, φιλαράκο μου; Φαίνεται νὰ ἦταν ἕνας ἠλίθιος.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ποτὲ δὲν τὸν εἶδα. Ἔλειπε περισσότερο ἀπὸ ἕξη μῆνες. Ἀλλὰ ὁ ἀνθρωπάκος μας σίγουρα ἦταν ἕνας τέλειος ἠλίθιος, ἄν κρίνουμε ἀπὸ τὶς περιγραφές της. Καὶ πίστεψέ με, φίλε μου, οἱ περιγραφές της δὲν ἦταν καθόλου ὑπερβολικές.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Σαφῶς! Μά, γιατί τὸν παντρεύτηκε;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Σάμπως τὸν ἤξερε; Οἱ ἄνθρωποι φανερώνονται ὁ ἕνας στὸν ἆλλο μετὰ
τὸν γάμο, δὲν τὸ ξέρεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τότε ὅμως, καλὰ θὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν παντρεύονται προτοῦ φτάσουνε...γιὰ γάμο. Λοιπόν, κατὰ τὰ φαινόμενα, ὁ ἄντρας της ἤτανε τύραννος.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Γιατί, κατὰ τὰ φαινόμενα;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ ποιός σύζυγος δὲν εἶναι! (Στὰ κουτουρού) - Καὶ σύ, ταλαίπωρε, δὲν
πᾶς πίσω. Ἴδιος εἶσαι!
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἐγώ! Ἐγὼ ποὺ ἐπιτρέπω στὴ γυναίκα μου νὰ πηγαίνει ὅπου τῆς ἀρέσει;!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Σηκώνεται). - Μπᾶ, σπουδαῖο πρᾶγμα! Δὲν φαντάστηκα βέβαια πὼς
μπορεῖς καὶ νὰ τὴν κλειδώσεις! (Περνᾶ πίσω ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἔρχεται δεξιὰ τοῦ Ἀ.) - Καί, δὲν
σοῦ κακοφαίνεται, νὰ μένει ἔξω ὅλη νύχτα;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Δὲν νομίζω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲς κάτι. (Στὸν ἴδιο τόνο ποὺ εἶχε πιὸ πρίν). - Γιὰ νὰ μιλᾶμε ἄντρας πρὸς
ἄντρα, αὐτὸ ποὺ λὲς σὲ κάνει γελοῖο!
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Γελοῖο; Καὶ γίνεται γελοῖος ὅποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ γυναίκα του;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Σαφῶς! Καὶ εἶσαι γελοῖος. Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου. (Προχωρεῖ γύρω ἀπὸ τὸ στρογγυλὸ τραπέζι δεξιά).
ΑΔΟΛΦΟΣ. - (Ἐρεθισμένος). Ἐγώ; Θὰ προτιμοῦσα ὁ,τιδήποτε ἆλλο, ἀλλὰ αὐτὸ... Μά,
θὰ μὲ δεῖς τώρα!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μόνο μὴν ἐξάπτεσαι καὶ σοῦ 'ρθει κι' ἄλλη προσβολή.
 ΑΔΟΛΦΟΣ. (Μικρὴ παύση). - Γιατί ἐκείνη δὲν γελοιοποιεῖται ὅταν ἐγὼ μένω ἔξω
ὅλη νύχτα;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Γιατί; Αὐτὸ μὴ σὲ σκοτίζει. Μιὰ φορά, ἔτσι εἶναι. Κι' ἐνῶ ἐσὺ
κάθεσαι καὶ βολοδέρνεις μὲ τὶς σκέψεις σου, τὸ κακὸ ἔχει γίνει κιόλας. (Πηγαίνει
στὸ τετράγωνο τραπέζι ἀριστερὰ καὶ περνᾶ πίσω ἀπὸ τὸν καναπέ)
.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ποιό κακό;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὁ σύζυγός της, ξέρεις, ἦταν ἕνας τύραννος καὶ κείνη τὸν παντρεύτηκε ἀκριβῶς γιὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερη. Καὶ πῶς ἀλλοιῶς μιὰ κοπέλλα θὰ γίνει  ἐλεύθερη, ἄν δὲν βρεῖ ἕνα πρόσχημα, τὸν λεγόμενο σύζυγο;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Φυσικά!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ σήμερα, φιλαράκο μου, τὸ πρόσχημα εἶσαι ἐσύ.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἐγώ;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲν εἶσαι σύζυγός της;
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Ἀφαιρεῖται).
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲν ἔχω δίκηο;
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Ἀνήσυχος). - Δὲν ξέρω. (Παύση). - Ἕνας ἄντρας ζεῖ χρόνια καὶ χρό-
νια μὲ μιὰ γυναίκα χωρὶς ποτὲ νὰ καλοσκεφτεῖ γιὰ τὴ γυναίκα του ἤ γιὰ τὴ σχέση του μαζύ της. Κι' ἄξαφνα, ἀρχίζει νὰ συλλογίζεται, ὅλο νὰ συλλογίζεται, χωρὶς
τελειωμό! Γουσταῦβε, καλέ μου ἄνθρωπε, εἶσαι φίλος μου. Ὁ μόνος ὕστερ' ἀπὸ
τόσα χρόνια. Καὶ μέσα σὲ μιὰν ἑβδομάδα, μοῦ ξανάδωσες τὴ ζωὴ καὶ τὸ θᾶρρος μου.
Μοῦ φαίνεται πὼς ἀκτινοβολεῖς μαγνήτη γύρω μου. Εἶσαι ὁ ρολογὰς ποὺ διόρθωσε
τὸν μηχανισμὸ τοῦ ἐγκεφάλου μου. (Παύση). - Δὲν βλέπεις καὶ μόνος σου πόσο καθαρότερα σκέφτομαι, μὲ πόση περισσότερη συνέπεια μιλάω; Ἀκόμη καὶ ἡ φωνή μου θαρρῶ πὼς βρῆκε πάλι τὸν παληό της ἦχο.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἔτσι μοῦ φαίνεται καὶ μένα. Ποιός τάχα νά 'ναι ὁ λόγος;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Δὲν ξέρω. Ἴσως νὰ συνηθίζει κανένας μὲ τὶς γυναῖκες νὰ μιλάει πιὸ
ἁπαλά. Ἡ Θέκλα τοὐλάχιστον μοῦ ἔκανε συχνὰ τὴν παρατήρηση πὼς φωνάζω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ τότε κατέβασες τὶς ὀκτάβες σου καὶ τρύπωσες στὴν ἄκρη.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὦ, ἄφησε τὶς ὀκτάβες. (Σκεφτικό). - Σίγουρα εἶναι κάτι χειρότερο!
Ἀλλὰ ἄς μιλήσουμε γιὰ τίποτ' ἆλλο - τί ἔλεγα; - Ἄ, ναί. (Ὁ Γ. γυρίζει πάλι πίσω ἀπὸ
τὸ τραπέζι κι' ἔρχεται δεξιὰ τοῦ Ἀ.)
- Ἦρθες ἐδῶ καὶ μοῦ ἄνοιξες τὰ μάτια γιὰ τὰ μυ-
στικὰ τῆς τέχνης μου. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἔνιωθα νὰ λιγοστεύει τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὴ ζωγραφική, γιατί δὲν μοῦ ἔδινε τὸ κατάλληλο μέσον νὰ ἐκφράσω,
νὰ βγάλω ἔξω αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μου. Μά, ὅταν ἐσὺ μοῦ αἰτιολόγησες τὴν κατάστασή μου, μοῦ ἐξήγησες γιατί ἡ ζωγραφικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς καλλιτεχνικὲς τάσεις τῆς ἐποχῆς μας, σὰν κάποιο ἀληθινὸ φῶς νὰ ἔπεσε γύρω μου καὶ κατάλαβα πὼς στὸ ἑξῆς θὰ μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ δημιουργήσω κάτι μὲ τὰ χρώματα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Εἶσαι τόσο βέβαιος, φίλε μου, πὼς δὲν θὰ μπορεῖς πιὰ νὰ ζωγραφίσεις; Πὼς δὲν θὰ ξανακυλήσεις;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Βεβαιότατος! Ἐξέτασα καλὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν ἔπεσα στὸ κρεββάτι, τὸ βράδυ, μετὰ τὴ συνομιλία μας, ξανασκέφτηκα τὰ ἐπιχειρήματά σου λέξη
πρὸς λέξη καὶ ἔφτασα στὸ συμπέρασμα πὼς εἶναι σωστά. Τὸ ἆλλο πρωὶ ὅμως, ποὺ
τὸ μυαλό μου εἶχε ξεκαθαρίσει ἀπὸ τὸν ὗπνο, μοῦ πέρασε σὰν ἀστραπὴ ἡ σκέψη
πὼς μπορεῖ νὰ εἶχες κι' ἄδικο. Πετάχτηκα ὄρθιος κι' ἅρπαξα πινέλα καὶ παλέτα γιὰ
νὰ ζωγραφίσω. Ἀλλὰ - σκέψου - πάει πιά. Δὲν ἤμουν ἱκανὸς πλέον γιὰ καμία ἰλλυ-
ζιόν. Δὲν ἔβλεπα παρὰ μουτζοῦρες ἀπὸ χρώματα κι' ἐτρόμαζα στὴ σκέψη πὼς ἴσαμε
τώρα πίστευα, ἐγώ, κι' ἔκανα καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιστεύουν πὼς τὸ βαμμένο τοῦτο
πανὶ δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα βαμμένο πανί. Τὸ πέπλο ἔπεσε ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ μοῦ
ἦταν πιὰ τόσο ἀδύνατο νὰ ξαναζωγραφίσω ὅσο καὶ τὸ νὰ ξαναγίνω παιδί.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Κατάλαβες τότε πὼς ἡ πραγματικὴ ἔφεση τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ἀνάγκη της γιὰ χειροπιαστὴ πραγματικότητα δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἐκφραστεῖ ἀλλοιῶς παρὰ μόνον μὲ τὴ γλυπτική, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀποδώσουμε τὰ ἀνατομικὰ στοιχεῖα, νὰ χρησιμοποιοῦμε τὶς τρεῖς διαστάσεις.
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Δισταχτικά) - Τὶς τρεῖς διαστάσεις, ναί, μὲ μιὰ λέξη τὸ σῶμα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ τώρα θὰ γίνεις γλύπτης ἤ μᾶλλον ἀνέκαθεν ἤσουν γλύπτης, μόνο ποὺ παραστράτησες, αὐτὸ εἶν' ὅλο. Καὶ χρειαζόσουν ἕναν ὁδηγὸ νὰ σὲ ξαναφέρει
στὸν ἴσιο δρόμο... Γιὰ πές μου:ξαναβρῆκες τώρα τὴν ἡδονὴ τῆς δουλειᾶς, ἐκείνη τὴν
ἡδονὴ ποὺ δὲν ἔχει τὸ ταῖρι της;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Τώρα ζῶ!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Θά 'θελες νὰ μοῦ δείξεις τί φτιάχνεις;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Τὸ ἄγαλμα μιᾶς γυναίκας.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Χωρὶς μοντέλλο; Καὶ ὅμως τόσο ζωντανό!
 ΑΔΟΛΦΟΣ. (Ἄθυμα). - Ναὶ ἀλλὰ μοιάζει σὲ κάποια γυναίκα! Παράξενο, ἡ γυναίκα
αὐτὴ ὑπάρχει μέσα στὸ σῶμα μου ὅπως ὑπάρχω καὶ γὼ μέσα στὸ δικό της!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τὸ νὰ ὑπάρχεις μὲς τὸ σῶμα της, δὲν εἶναι παράξενο...Ξέρεις τί θὰ
πεῖ μετάγγιση;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Μετάγγιση αἵματος; Ναί.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - ...Μοῦ φαίνεται πὼς ἡ ἀφαίμαξη ἦταν πολὺ μεγάλη! Μά, ὅταν βλέπω τούτη τὴ μορφή, καταλαβαίνω μερικὰ πράγματα πού, ἴσαμε τώρα, μόλις ποὺ τὰ  ὑποψιαζόμουν. Τὴν ἀγάπησες, ἀπεριόριστα!
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ναί. Δὲν ξέρω πιὰ νὰ πῶ ἄν αὐτὴ εἶμαι γὼ ἤ ἐγὼ εἶναι ἐκείνη. Ὅταν
γελάει, γελάω, ὅταν κλαίει, κλαίω. Καί, - μπορεῖς νὰ φανταστεῖς κάτι σὰν κι' αὐτό;
Ὅταν γεννοῦσε, τοὺς πόνους της τοὺς ἔνιωθα κι' ἐγώ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἄκουσε, καλέ μου φίλε! Λυπᾶμαι ποὺ σοῦ τὸ λέω ἀλλὰ παρουσιάζεις
ἤδη κάποια πρῶτα συμπτώματα ἐπιληψίας.
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Ἀναστατωμένος). -Ἐγώ! Τί σὲ κάνει νὰ τὸ λὲς αὐτό;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Γιατί τὰ συμπτώματα αὐτὰ τὰ εἶχα παρατηρήσει σ' ἕναν μικρότερο
ἀδελφό μου ποὺ ἔκανε ἐρωτικὲς καταχρήσεις.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Πῶς - πῶς ἐκδηλώνεται αὐτό;
(Ὁ Γ. κάνει ζωηρὲς χειρονομίες καὶ μορφασμούς. Ὁ Ἀ. τὸν παρατηρεῖ μὲ προσοχὴ καὶ ἄθελά του τὸ
μιμεῖται)

ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Φριχτὸ θέαμα ἀλλὰ καλλίτερα μὴ σὲ βασανίζω μὲ μιὰ περιγραφὴ ποὺ
ἴσως δὲν θά 'χες τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀντέξεις.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Μὰ ὄχι, πές μου, πές μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τὸ παλληκάρι εἶχε παντρευτεῖ μιὰ γυναικούλα ἀθώα, μὲ σγουρὰ μαλ-
λιὰ καὶ μάτια περιστεριοῦ, μ' ἕνα προσωπάκι παιδικό, μὲ ἁγνὴ ψυχὴ ἀγγέλου. Παρ' ὅλ'
αὐτά, ἡ γυναίκα του ἤξερε νὰ ἐπιβάλλει τὰ προνόμιά της στὸν ἄντρα της.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ποιά προνόμια;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τὴν πρωτοβουλία, φυσικά. Τόσο καλὰ μάλιστα ποὺ ἄγγελός μας λίγο
ἔλειψε νὰ στείλει τὸν ἄντρα της στοὺς οὐρανούς. Ὅμως πρῶτα ὁ φουκαρὰς ἔπρεπε νὰ
σταυρωθεῖ καὶ νὰ νιώσει τὰ καρφιὰ νὰ τρυποῦν τὸ κορμί του. Ἦταν τρομαχτικό.
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Λαχανιασμένος). - Πῶς τρομαχτικό;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Ἀργά). - Συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ τὰ λέμε ἐμεῖς οἱ δύο καί, ὅταν κά-
ποτε τοῦ μίλησα, ἐκεῖνος χλώμιασε, τὸ πρόσωπό του ἔγινε σὰν κιμωλία. Τὰ χέρια του
καὶ τὰ πόδια του κοκκάλωσαν, τὰ δάχτυλά του στράφηκαν πρὸς τὰ μέσα, στὶς παλάμες,
νά, ἔτσι!... (Συνοδεύει τὰ λόγια του μὲ χειρονομίες ποὺ τὶς μιμεῖται ὁ Ἀ.). Ὕστερα, τὰ μάτια του
πλημμύρισαν αἷμα καὶ τὸ στόμα του ἄρχισε νὰ μασσάει, νά, ἔτσι!... (Μασσάει, - ὁ Ἀ. μιμεῖται). Στὸ λαιμό του ἔβραζαν ροχάλες, τὸ στῆθος του σφιγγόταν σὰ νὰ τὸν πίεζαν μὲ μαγγάνι, οἱ κόρες τῶν ματιῶν του σὰ νὰ πετοῦσαν σπίθες, τὸ στόμα του εἶχε γεμίσει ἀφροὺς κι' ὁ ἴδιος ἔπεσε πίσω στὴν καρέκλα του, θά 'λεγες πὼς πνιγότανε. Ὕστερα...
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Μουρμουρίαει). - Πᾶψε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὕστερα... Δὲν αἰσθάνεσαι καλά;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: (Πάει νὰ τοῦ φέρει νερό). - Πιές. Καὶ τώρα ἄς ποῦμε κάτι ἄλλο.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Καταβλημένος). - Εὐχαριστῶ, συνέχισε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Καλά! Ὅταν συνῆλθε, δὲν θυμότανε τίποτα ἀπ' ὅσα εἴχανε συμβεῖ· εἶχε
χάσει ὁλότελα τὴν συναίσθησή του. Ἐσένα, σοῦ συνέβει ποτὲ κάτι τέτοιο;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Καμιὰ φορὰ νιώθω ἰλίγγους ἀλλὰ ὁ γιατρὸς τοὺς ἀποδίδει στὴν ἀδυναμία.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἔ, ναί! εἶναι ἡ ἀρχή, καταλαβαίνεις; Ὅμως, πίστεψέ με, θὰ ἐξελιχθεῖ
σὲ ἐπιληψία, ἄν δὲν προσέξεις.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὶ νὰ προσέξω;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Πλήρη ἐγκράτεια, πρῶτον!...
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Γιὰ πόσον καιρό;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τουλάχιστον ἕξη μῆνες.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀδύνατον. Θὰ καταστραφεῖ ἡ συζυγική μας ζωή.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τότε πᾶς, ξόφλησες.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Σκεπάζει τὸ ἄγαλμα). - Δὲ μπορῶ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Δὲν μπορεῖς νὰ σώσεις τὴ ζωή σου! Πές μου, ὅμως, ἀφοῦ μοῦ ἐμπιστεύτηκες τόσα, δὲν ἔχεις καμιὰν ἄλλη πληγή; ἕνα μυστικὸ ποὺ νὰ σὲ βασανίζει; Στὶς τόσες ἀπόψεις τῆς ζωῆς, στὶς τόσες ἀφορμὲς γιὰ παρεξηγήσεις, γιὰ δυσαρμονία, σπάνια ὑπάρχει, ἄν τὸ καλοεξετάσεις, ἕνα μόνον ἐλατήριο. Δὲν κρύβεις, ὅπως λέμε, ἕνα πτῶμα στὴ συνείδησή σου; Ἔλεγες τὶς προάλλες πὼς εἴχατε ἕνα παιδὶ καὶ τὸ δώσατε νὰ τὸ ἀναθρέψουν ξένοι  ἄνθρωποι. Γιατὶ δὲν τὸ κρατήσατε κοντά σας;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἦταν ἐπιθυμία τῆς γυναίκας μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὁ λόγος; Ἔλα, πές μου!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Γιατὶ, ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε τριῶ χρονῶ, ἄρχισε νὰ μοιάζει στὸν πρῶτο της ἄντρα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἀχά! Ἐσύ, τὸν ἔχεις δεῖ τὸν πρῶτο της ἄντρα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, ποτέ. Ἔρριξα μόνο μιὰ γρήγορη ματιὰ σ' ἕνα ἄσχημο πορτραῖτο του,
μὰ δὲν ἀνακάλυψα καμιὰν ὁμοιότητα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὤ! ξέρεις, τὰ πορτραῖτα δὲν μοιάζουνε ποτέ. Ἄλλωστε ἡ φυσιογνωμία
του μπορεῖ νὰ ἄλλαξε μὲ τὸν καιρό. Ὅπως καὶ νά 'χει ὅμως τὸ θέμα, ἡ ὁμοιότητα αὐτὴ δὲν
σοῦ γέννησε κάποιαν ὑποψία;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, καμιάν. Τὸ παιδὶ γεννήθηκε ἕναν χρόνο μετὰ τὸν γάμο μας καὶ ὁ πρῶ-
τος της σύζυγος ἔλειπε ταξεῖδι ὅταν γνώρισα τὴ Θέκλα - ἀκριβῶς ἐδῶ, σ' αὐτὴ τὴν πόλη
- καὶ σὲ τοῦτο τὸ ξενοδοχεῖο μάλιστα: γι' αὐτὸ ἐρχόμαστε κάθε καλοκαῖρι ἐδῶ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἔτσι, δὲν μποροῦσες νὰ ἔχεις ὑποψίες. Κι' ἄλλωστε, οὔτε πρέπει νὰ ἔχεις,
γιατὶ τὰ παιδιὰ μιᾶς γυναίκας ποὺ ξαναπαντρεύεται πολλὲς φορὲς μοιάζουν γιὰ παιδιὰ τοῦ
πρώτου ἄντρα της! Εἶναι λυπηρό, βέβαια, γι' αὐτὸ καὶ στὶς Ἰνδίες, καθὼς ξέρεις, τὶς καῖνε
τὶς χῆρες. Ὅμως, γιὰ πές μου, δὲν αἰσθάνθηκες ποτὲ ζήλεια γιὰ κεῖνον, γιὰ τὴν ἀνάμηνση
ποὺ ἄφησε; Δὲν θὰ σοῦ ἤτανε δυσάρεστο νὰ τὸν συναντοῦσες σ' ἕναν περίπατο; Νὰ τὸν
δεῖς νὰ κοιτάζει τὴ Θέκλα σου καὶ νὰ τῆς λέει ἐ μ ε ῖ ς ἀντὶ ἐ γ ώ; Ἐμεῖς;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲ μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ πὼς ἡ ἰδέα αὐτὴ μέ καταδίωκε κάποτε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Βλέπεις! Καὶ δὲν θὰ λυτρωθεῖς ποτὲ ἀπ' αὐτήν! Καταλαβαίνεις, ὑπάρχουνε
στὴ ζωὴ κάποιες δυσαρμονίες ποὺ δὲν διορθώνονται μὲ τίποτα. Λοιπὸν, βούλωσε τ' αὐτιά
σου καὶ δούλευε! Δούλευε, ὡρίμαζε, σώριαζε ὅλο καὶ νέες ἐντυπώσεις πάνω στὶς σκέψεις
σου καὶ τὸ πτῶμα θὰ καταλαγιάσει.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Μὲ συγχωρεῖς ποὺ σὲ διακόπτω. Ἀλλὰ εἶναι παράξενο πῶς μοιάζεις μὲ τὴ Θέκλα καμιὰ φορὰ ὅταν μιλᾶς. Κλείνεις μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ μάτι, σὰ νὰ σημαδεύεις καὶ τὸ
βλέμμα σου ἔχει καμιὰ φορὰ τὴν ἴδια δύναμη ποὺ ἔχει καὶ τὸ δικό της βλέμμα ἀπάνω μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Μὴ μοῦ τὸ λές!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Καὶ τώρα εἶπες αὐτὸ τὸ "μὴ μοῦ τὸ λές", σὰν καὶ κείνη, μὲ τὴν ἴδια ἀδιάφορη
φωνή. Κι' αὐτὴ συνηθίζει νὰ λέει "μὴ μοῦ τὸ λές" καὶ μάλιστα πολὺ συχνά.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Μπορεῖ νὰ ἔχουμε καμιὰ μακρυνὴ συγγένεια. Ἄλλωστε δὲν εἴμαστε ὅλοι μας
συγγενεῖς; Πάντως εἶναι περίεργο καὶ θὰ μ' ἐνδιέφερε νὰ γνωρίσω τὴ γυναίκα σου γιὰ νὰ
παρατηρήσω αὐτὴ τὴν ὁμοιότητα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Θὰ πιστέψεις ὅμως ὅτι ἀπὸ μένα δὲν δανείζεται ποτὲ καμιὰν ἔκφραση; Καὶ μάλιστα ἀποφεύγει μᾶλλον τὶς λέξεις ποὺ μεταχειρίζομαι ἐγὼ καὶ ποτὲ δὲν τὴν εἶδα νὰ μιμεῖται
κάποια χειρονομία μου. Ἐνῶ συνήθως, οἱ σύζυγοι καταλήγουν νὰ μοιάζουν.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: -Ἔ, ναί. Θὰ σοῦ πῶ ὅμως κάτι. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ποτὲ δὲν σ' ἀγάπησε.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πῶς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Μὲ συγχωρεῖς. Ἡ ἀγάπη τῆς γυναίκας συνίσταται ἀποκλειστικὰ στὸ νὰ παίρνει, νὰ δέχεται. Ἀπ' ὅποιον δὲν παίρνει τίποτα, θὰ πεῖ πὼς δὲν τὸν ἀγαπάει! Καὶ σένα δὲν σ'
ἀγάπησε ποτέ.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν νομίζεις πὼς μπορεῖ ν' ἀγαπήσει δεύτερη φορά;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὄχι, μιὰ φορὰ τὴν παθαίνει κανείς. Ὕστερα, ἀνοίγει τὰ μάτια του. Ἐσὺ δὲν
τὴν ἔπαθες ἀκόμα. Λοιπὸν πρόσεξε αὐτοὺς ποὺ τὴν πάθανε. Εἶναι ἐπικίνδυνοι ἄνθρωποι!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὰ λόγια σου εἰσχωροῦνε μέσα μου σὰν ξυράφια. Αἰσθάνομαι πὼς κόβουν, κόβουν κάτι, μὰ δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἐμποδίσω. Κι' ἔπειτα, τὸ κόψιμό τους εἶναι σωτήριο, ἀνοίγουν
τὰ ἀποστήματα ποὺ μόνα τους δὲν θὰ ὡρίμαζαν ποτέ. Ποτὲ δὲν μ' ἀγάπησε! Μὰ, τότε, γιατί
μὲ πῆρε;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Πές μου πρῶτα πῶς ἔγινε, ἐσὺ τὴν πῆρες ἤ ἐκείνη σὲ πῆρε...
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Νὰ μὲ πάρει ὁ διάολος ἄν ξέρω ν' ἀπαντήσω. Πῶς ἔγινε, λές; Πάντως ὄχι σὲ
μιὰ μέρα!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἄν θέλεις, θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ μαντέψω.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Χαμένος κόπος.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὤ! μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μοῦ ἔδωσες γιὰ τὴ γυναίκα σου καὶ γιὰ σένα, θὰ
μπορέσω νὰ χαράξω τὴν πορεία τῶν περιστάσεων. Ἄκουσέ με προσεκτικά. (Σὲ τόνο ἤρεμο, σχεδὸν
ἀστεῖα)
. - Ὁ ἄντρας της εἶχε φύγει, γιὰ ἕνα ταξεῖδι μελέτης, ἐκείνη ἤτανε μόνη της. Στὴν ἀρχὴ
εὕρισκε πὼς ἡ ἐλευθερία της εἶχε κάποια γοητεία, ὕστερα ἔνιωσε κάτι νὰ τῆς λείπει. Ὑποθέτω
ὅτι ὕστερα ἀπὸ μοναξιὰ δεκαπέντε ἡμερῶν ἔνιωθε σὰν χήρα. Τότε φάνηκε ὁ ἆλλος καὶ σιγὰ-σιγὰ
τὸ κενὸ γέμισε. Κι' ὅταν ἄρχισε ἡ σύγκριση, ἐκεῖνος ποὺ ἔλειπε τῆς φαινόταν πολὺ θολὸ πρόσωπο, ἁπλὰ καὶ μόνο ἐπειδὴ βρισκότανε μακρυά. Ἱστορία γνωστή: τὸ τετράγωνο τῶν ἀποστάσεων.
Μόνο ποὺ, ὅταν ἄρχισαν νὰ νιώθουν πὼς ξυπνᾶ μέσα τους τὸ πάθος, τοὺς πιάνει καὶ τοὺς δυὸ
ὁ φόβος. Φοβοῦνται ἐκεῖνον. Ζητοῦν προστασία, κρύβονται πίσω ἀπὸ τὰ φῦλλα τῆς συκιᾶς,
παίζουν τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἀδελφὴ καὶ ὅσο πιὸ σαρκικὸ γινεται τὸ αἴσθημά τους τόσο πιὸ πλατωνικὴ ὑποκρίνονται τὴ σχέση τους.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀδελφὸς καὶ ἀδελφή; Πῶς τὸ ξέρεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τὸ μάντεψα! Στὰ παιδιὰ ἀρέσει νὰ παίζουν τὸν μπαμπὰ καὶ τὴ μαμὰ καὶ ὅταν
μεγαλώσουν παίζουν τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἀσδελφὴ, γιὰ νὰ κρύψουν αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ μείνει
κρυφό. Ὕστερα, πετᾶνε τὰ προσχήματα τῆς ἀθωότητας, παίζουν τὸ κρυφτοῦλι, ὥσπου νὰ βροῦν
ὅμως κάποια σκοτεινὴ γωνιὰ ὅπου νὰ εἶναι σίγουροι πὼς δὲν τοὺς βλέπει κανείς. (Μὲ προσποιητὴ
αὐστηρότητα)
. - Κι' ὅμως κατὰ βάθος νιώθουν πὼς μέσα στὸ σκοτάδι κάποιος ἐξακολουθεῖ νὰ τοὺς
βλέπει· φοβοῦνται καὶ ἐπειδὴ φοβοῦνται, ἡ σιλουέτα ἐκείνου ποὺ ἀπουσιάζει τοὺς φαίνεται σὰν
σκιάχτρο - μεγαλώνει, παίρνει δυσανάλογες διαστάσεις· τὸ σκιάχτρο γρήγορα γίνεται ἐφιάλτης
ποὺ ταράζει τὸ ἐρωτικό τους ὄνειρο, γίνεται ὁ πιστωτὴς ποὺ χτυπᾶ τὴν πόρτα. Βλέπουν τὸ μαῦρο
του χέρι τὴν ὥρα ποὺ ἁπλώνουν τὰ χέρια τους ν' ἀγκαλιαστοῦν, ἀκοῦνε τὴν μισητὴ φωνή του μὲς
τὴ σιωπὴ τῆς νύχτας, ὅπου θά 'πρεπε ν' ἀκούγεται μόνον ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς τους. Δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ δίνονται ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, καταστρέφει ὅμως τὴν εὐτυχία τους. Καὶ ὅταν αἰσθάνονται
τὴν ἀόρατη παρουσία του, θέλουν νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια, μάταια ὅμως προσπαθοῦν νὰ ξεφύγουν
ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση ποὺ τοὺς καταδιώκει, ἀπὸ τὸ χρέος ποὺ ἔχουν συνάψει, ἀπὸ τὴ δημόσια γνώμη
ποὺ τοὺς βασανίζει. Μόλις πάψουν νά 'χουν τὴ δύναμη νὰ σηκώνουν τὸ βάρος τοῦ χρέους τους,
ἀναζητοῦν τὸ ἐξιλαστήριο θύμα, γιὰ νὰ τὸ θανατώσουν. Νόμιζαν τοὺς ἑαυτούς τους ἐλεύθερα πνεύ-
ματα, μόνο ποὺ δὲν εἶχαν τὸ κουράγιο νὰ πᾶνε ἐλεύθερα, νὰ βροῦν τὸν ἆλλο καὶ νὰ τοῦ ποῦν: ἀγαπιόμαστε. Μὲ δυὸ λόγια, ἤτανε δειλοί, καὶ γι' αὐτὸ ὁ τύραννος πρέπει νὰ δολοφονηθεῖ. Σωστὰ δὲν
τὰ λέω;
 ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, μὰ μὴν ξεχνᾶς πὼς αὐτὴ μὲ μόρφωσε, διαρκῶς μοῦ ἔδινε καινούργιες ἰδέες.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Δὲν τὸ ξέχασα. Ἀλλὰ πές μου, πῶς γίνεται καὶ δὲν μόρφωσε καὶ τὸν ἆλλον;
Γιατὶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν κάνει καὶ κεῖνον ἐλεύθερο πνεῦμα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀφοῦ ξέρεις, ἦταν ἠλίθιος.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἀλήθεια, ἦταν ἠλίθιος. Ὅμως αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ σηκώνει νερὸ καὶ, στὸ μυθι-
στόρημά της, ἡ ἠλιθιότητα τοῦ συζύγου της συνίσταται στὸ ὅ,τι δὲν τὴν καταλάβαινε. Μὰ, μοῦ
ἐπιτρέπεις νὰ σοῦ κάνω μιὰ ἐρώτηση: ἡ γυναίκα σου, εἶναι τόσο βαθυστόχαστη; Στὰ γραφόμενά
της δὲν βρῆκα ἶχνος βάθους.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Οὔτε καὶ γώ! Ὡστόσο, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω πὼς μοῦ εἶναι καὶ μένα κάπως δύ-
σκολο νὰ τὴν καταλάβω. Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς οἱ μηχανισμοὶ τοῦ μυαλοῦ μου καὶ τοῦ μυα-
λοῦ της δὲν συναρμολογοῦνται, πὼς κάτι σπάει μέσα στὸ κεφάλι μου, ὅταν προσπαθῶ νὰ τὴν καταλάβω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Λὲς νά 'σαι καὶ σὺ ἠλίθιος;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, δὲν τὸ νομίζω. Θαρρῶ μάλιστα πὼς ἄδικο ἔχει ἐκείνη τὶς περισσότερες φορές. Θέλεις παραδείγματος χάρη νὰ διαβάσεις τὸ γράμμα της ποὺ ἔλαβα σήμερα; (Βγάζει τὸ γράμμα ἀπὸ τὸν χαρτοφύλακά του).
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: (Ρίχνει μιὰ ματιά). - Χμ. Αὐτὸ τὸ γράψιμο μοῦ εἶναι κάπως γνωστό.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σχεδὸν σὰν ἀντρικό, ἔ;
ΓΟΥΣΤΑΟΣ: - Ναί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἤξερα ἕναν ἄντρα μὲ τὸ ἴδιο αὐτὸ γράψιμο. Σὲ λέει
"ἀδελφό". Ἐξακολουθεῖτε νὰ παίζετε αὐτὴ τὴν κωμωδία; Κρύβεστε ἀκόμα πίσ' ἀπ' τὰ φῦλλα
τῆς συκιᾶς, ἄν καὶ μαράθηκαν; Δὲν τῆς μιλᾶς στὸν ἑνικό;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, γιατὶ θὰ λιγόστευε ὁ σεβασμός.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἄ, ἔτσι! Γιὰ νὰ σοῦ ἐμπνέει περισσότερο σεβασμὸ παίρνει τὸ ὄνομα ἀδελφή;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Θέλω νὰ τὴν σέβομαι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ εἶναι, ἐκείνη, τὸ
καλλίτερο μέρος τῆς ὕπαρξής μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἐσὺ νὰ εἶσαι τὸ καλλίτερο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ σου: κάτι ἴσως πιὸ δύσκολο ἀπὸ
τὸ ν' ἀνατρέχεις σὲ κάποιον ἆλλον. Θέλεις σώνει καὶ καλὰ νὰ εἶσαι κατώτερος ἀπὸ τὴ γυναίκα σου;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, αὐτὸ θέλω. Εἶναι χαρά μου νὰ νιώθω λίγο κατώτερός της. Νά, τῆς ἔμαθα κολῦμπι ἐγὼ καὶ τώρα τὸ βρίσκω γοητευτικὸ νὰ καυχιέται πὼς εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ θαρραλέα στὸ
κολῦμπι ἀπὸ μένα. Στὴν ἀρχὴ, ὑποκρινόμουν πὼς εἶμαι ἀδέξιος καὶ φοβιτσιάρης, γιὰ νὰ τῆς δώσω
θᾶρρος. Καὶ μιὰ μέρα, δὲν ξέρω πῶς, ἔγινα πραγματικὰ ἐγὼ ὁ πιὸ ἀδέξιος καὶ ὁ πιὸ φοβιτσιάρης,
λὲς καὶ μοῦ πῆρε ἐκείνη στ' ἀλήθεια ὅλο τὸ θᾶρρος.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Δὲν τῆς ἔμαθες τίποτ' ἆλλο;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πῶς! - μεταξύ μας ὅμως, ἔτσι; - τῆς ἔμαθα ὀρθογραφία, γιατὶ ἔκανε τοῦ κόσμου τὰ
λάθη... Περίμενε νὰ δεῖς... ἀνάλαβε αὐτὴ ὅλην τὴν ἀλληλογραφία μας, ἐγὼ ἔπαψα νὰ γράφω καί,
φαντάζεσαι τὴ συνέχεια, μὲ τὸ νὰ μὴ γράφω ὁλόκληρα χρόνια, μοῦ διαφεύγει κάπως ἡ γραμματική. Νομίζεις ὅμως ὅτι θυμᾶται πὼς ἐγὼ τῆς τὴν ἔμαθα; Ὄχι, βέβαια. Σήμερα, ὁ ἠλίθιος εἶμαι ἐγώ.
ΓΟΥΣΤΑΟΣ: - Ἄ! Εἶσαι ἠλίθιος κιόλας;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀστειευότανε, φυσικά.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Μπορεῖ καὶ ναί. Ἀλλὰ δὲν θὰ σοῦ πῶ ἐγὼ ὅτι πρόκειται γιὰ καθαρὸ κανιβαλισμό.
Ναί, οἱ ἄγριοι καταβροχθίζουν τοὺς ἐχθρούς τους γιὰ νὰ πάρουν τὰ προτερήματά τους. Ἡ γυναίκα
αὐτὴ καταβρόχθισε τὴν ψυχή σου, τὸ θᾶρρος σου, τὶς γνώσεις σου.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μου! Ἐγὼ τὴν παρακίνησα νὰ γράψει τὸ πρῶτο της βιβλίο.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: (Ἀλλάζει φυσιογνωμία). - Μπά;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἐγὼ τὴν στήριξα μὲ ἐπαίνους, ἀκόμα κι' ὅταν τὴν εὕρισκα μέτρια. Ἐγὼ τὴν ἔμπασα
σὲ λογοτεχνικοὺς κύκλους, γιὰ νὰ ρουφήξει τὸ μέλι διαλεχτῶν λουλουδιᾶν. Ἐγὼ, μὲ τὶς μεσολαβή-
σεις μου, τὴν κράτησα μακρυὰ ἀπὸ τὰ νύχια τῆς κριτικῆς. Ἐγὼ τῆς ἔδωσα αὐτοπεποίθηση μὲ τὴν
πνοή μου, τόσο πολὺ καὶ τόσον καιρό, ὥστε δὲν μοῦ ἔμεινε ἀναπνοή.Ἔδωσα, ἔδωσα, ἔδωσα, ὥς τὴ
στιγμὴ ποὺ ἔχασα τὸ κάθε τί. Ἄκου, θὰ σοῦ τὰ πῶ ὅλα...μοῦ φαίνεται σήμερα...ξέρεις τί παράξενο
πρᾶγμα εἶναι ἡ ψυχή μας!...Ὅταν οἱ δικές μου ἐπιτυχίες τὴν ξανάριξαν στὸ σκοτάδι, ἐγώ, γιὰ νὰ τῆς
ξαναδώσω τὸ θᾶρρος της, μίκραινα τὸν ἑαυτό μου καὶ παράσταινα τὴν τέχνη μου κατώτερη ἀπὸ τὴ
δική της. Μιλοῦσα τόσο πολὺ γιὰ τὴ μηδαμινότητα τῆς τέχνης μου γενικὰ, τόσο πολύ, ὥστε στὸ τέλος πείστηκα καὶ γὼ ὁ ἴδιος πὼς ἡ ζωγραφική μου δὲν ἄξιζε τίποτα. Ἔτσι, δὲν ἔμεινε μέσα μου τίποτ' ἆλλο παρὰ ἕνας χάρτινος πῦργος, ἕτοιμος νὰ γκρεμιστεῖ στὸ πρῶτο φύσημα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ θυμήσω ὅτι, στὴν ἀρχὴ τῆς συζήτησής μας, ἔλεγες ὅτι αὐτὴ
δὲν παίρνει τίποτα ἀπὸ σένα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σήμερα, ἀσφαλῶς δὲν ἔχει τίποτ' ἆλλο νὰ πάρει.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τὸ φίδι χόρτασε τοῦ σκασμοῦ, τώρα ξερνάει.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἴσως νὰ πῆρε ἀπὸ μένα περισσότερα ἀπ' ὅσα φαντάστηκα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Νὰ εἶσαι σίγουρος γι' αὐτό. Καὶ μάλιστα χωρὶς ἐσὺ νὰ τὸ καταλάβεις. Κι' αὐτὸ λέγεται κλεψιά.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἴσως ποτὲ νὰ μὴ μοῦ πρόσφερε τίποτα...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἀπεναντίας, ἐσὺ τῆς ἔδωσες τὸ πᾶν. Σίγουρα. Μόνο ποὺ ἦταν πολὺ ἐπιδέξια καὶ
σ' ἔκανε νὰ πιστεύεις τὸ ἀντίθετο. Μπορῶ νὰ σὲ ρωτήσω πῶς ὑποκρινόταν ὅτι σὲ μάθαινε;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πρῶτα...χμ!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ναί;...
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἔ, νά!... Ἐγὼ...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Μὰ ὄχι πάλι ἐσύ, γι' α ὐ τ ὴ ν πρόκειται.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν βρίσκω, ἀλήθεια, τίποτα νὰ πῶ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τὰ βλέπεις;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἄσε με νὰ τελειώσω. Κατάστρεψε κάθε μου πιστεύω. Κι' ἄρχισα νὰ πέφτω , ὥς τὴν
ἡμέρα ποὺ ἦρθες ἐσὺ καὶ μοῦ ἔδωσες καινούργια πίστη.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: (Γελάει). - Τὴ γλυπτική;
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Δισταχτικά). - Ναί.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἀλήθεια; Πιστεύεις στὴν ἀφηρημένη, πανάρχαια τέχνη τῆς γλυπτικῆς, ποὺ ἐπέζησε ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡκιλκία τῆς ἀνθρωπότητας; Πιστεύεις πὼς μὲ τὴν καθαρὴ μορφὴ καὶ μόνο, μὲ τὶς
τρεῖς διαστάσεις, ἔ; - θ' ἀνταποκριθεῖ στὴ ρεαλιστικὴ εὐαισθησία τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, πὼς θὰ
μπορέσεις νὰ δημιουργήσεις τὴν ἰλλυζιὸν χωρὶς χρώματα, χωρὶς χρώματα, μὲ καταλαβαίνεις; Τὸ πιστεύεις αὐτό;
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Ἄτονα). - Ὄχι!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: -Ἄ, καλά. Οὔτε ἐγὼ τὸ πιστεύω!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τότε, γιατί μοῦ τὸ εἶπες;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Σὲ λυπήθηκα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, εἶμαι γιὰ νὰ μὲ λυποῦνται. Χρεωκόπησα, τέρμα! Καὶ τὸ χειρότερο, δὲν ἤξερα νὰ
κρατήσω τὴ γυναίκα μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τί τὴν θέλεις;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἔ, νά! Θὰ ἤτανε γιὰ μένα ὅ,τι ἦταν ὁ Θεὸς πρὶν γίνω ἄθεος: τὸ ἀντικείμενο ποὺ εἶχα
ἀνάγκη νὰ λατρεύω...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Παράτησέ την λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἀνάγκη σου, πνῖξ' την...ναί, μὲ μιὰ μικρὴ δόση σωτήριας περιφρόνησης.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν μπορῶ νὰ ζῶ χωρὶς νὰ σέβομαι...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Σκλάβε!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - ...Χωρὶς νὰ σέβομαι μιὰ γυναίκα, χωρὶς νὰ τὴν προσκυνῶ...
 ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Φτοὺ νὰ πάρει ὁ διάβολος! Ἆντε τότε λοιπόν, ξαναγύρνα στὸν Θεό - ἀφοῦ
πρέπει νὰ σταυροκοπιέσαι μπροστὰ σὲ κάτι. Δέστε ἐδῶ ἕναν ἄθεο ποὺ διατηρεῖ τὴ λατρεία
τῆς γυναίκας! Ἕναν ἄνθρωπο μὲ ἐλεύθερες ἰδέες ποὺ εἶναι ἀνίκανος νὰ σκεφτεῖ ἐλεύθερα γιὰ
τὶς γυναῖκες! Ξέρεις τί εἶναι αὐτὸ τὸ τόσο ἀκατάληπτο, τὸ μυστηριῶδες καὶ βαθὺ ποὺ ὑπάρχει
στὴ γυναίκα σου; Ἡ βλακεία της, νέτα-σκέτα. Κοίταξε, ἀνακατεύει ὅλη τὴν ὥρα τὰ γράμματά της. Δὲν διακρίνει τὴ δίφθογγο α υ ἀπὸ τὸ α β. Ὅλα τὰ κάνει μηχανικά. Ἕνα ρολόι μὲ ἐντυπωσιακὴ ἐμφάνιση ποὺ ἀνάθεμα κι' ἄν ξέρει τί ὥρα δείχνει. Ὅλο κι' ὅλο εἶναι τὰ φουστάνια. Βάλ' της παντελόνια, ζωγράφισέ της μουστάκια κάτω ἀπὸ τὴ μύτη· διῶξε τὶς ἀλλόκοτες ἰδέες σου καὶ ἄκουσέ την νὰ μιλάει· θὰ δεῖς ὅτι εἶναι ἀπὸ ἆλλο ἀνέκδοτο. Ἕνας φωνόγραφος εἶναι ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια σου καὶ τὰ λόγια τῶν ἄλλων, μὲ μιὰ λεπτεπίλεπτη φωνίτσα. Εἶδες ποτέ σου γυμνὴ γυναίκα; Ναί, ἀσφαλῶς! Ἕνα ἀγοράκι μὲ βυζάκια στὸν θώρακα,  ἕνας ἡμιτελὴς ἄντρας, ἕνα παιδὶ ποὺ μεγάλωσε γρήγορα ἀλλὰ καὶ σταμάτησε ἡ ἀνάπτυξή του,  ἕνα ὄν αἰώνια ἀναιμικό, ποὺ χάνει αἷμα σὲ κανονικὰ διαστήματα δεκατρεῖς φορὲς τὸν χρόνο. Τί μπορεῖ νὰ δώσει ἕνα τέτοιο ὄν;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἄς παραδεχτοῦμε ὅτι ἔχεις δίκηο. Πῶς γίνεται λοιπὸν καὶ βρίσκω ὅτι εἴμαστε
ἴσοι, ἐκείνη καὶ γώ;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ψευδαίσθηση, γοητεία ποὺ τὴν προκαλοῦν τὰ φουστάνια! Ἐκτὸς κι' ἄν...γίνατε πραγματικὰ ἴδιοι. Ἡ ἐξίσωση ἔγινε· ρούφηξε μὲ τριχοειδεῖς σωλῆνες ὅ,τι εἶχες περισσότερο ἀπὸ κείνην. Ἄκουσε. (Βγάζει τὸ ρολόι του). - Μιλᾶμε ἕξη ὧρες κι' ὅπου νά 'ναι ἡ γυναίκα σου θὰ ἐπιστρέψει. Δὲν εἶναι καλλίτερα νὰ πάψουμε τώρα γιὰ νὰ ξεκουραστεῖς καὶ σὺ λιγάκι;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, μὴ μ' ἀφήνεις! Δὲν τολμῶ νὰ μείνω μόνος μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὤ, μόνο μιὰ στιγμή! Σὲ λίγο θά 'ρθει ἡ μαντάμ.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, θά 'ρθει. Τί παράξενο! Λαχταρῶ νά 'ρθει καὶ παρ' ὁλ' αὐτὰ τὴν φοβᾶμαι.
Μὲ χαϊδεύει, εἶναι τρυφερὴ μαζύ μου, μὰ ὅμως κάτω ἀπὸ τὰ φιλιά της ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς
πνίγομαι, χάνω τὸ αἷμα μου, μηδενίζομαι. Εἶμαι σὰν τὸ παιδὶ τοῦ τσίρκου, ποὺ ὁ κλόουν τοῦ
τσιμπᾶ τὰ μάγουλα στὰ παρασκήνια, γιὰ νὰ θαυμάσει ὁ κόσμος πόσο κόκκινα εἶναι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Καλέ μου φίλε, πολὺ σὲ λυπᾶμαι. Χωρὶς νὰ εἶμαι γιατρός, μπορῶ νὰ σὲ βεβαιώσω πὼς δὲν θ' ἀργήσεις νὰ πεθάνεις... Ἀρκεῖ νὰ δεῖ κανένας τοὺς τελευταίους σου πίνακες
καὶ θὰ τὸ καταλάβει.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Νομίζεις; Ἐξηγήσου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τὰ χρώματά σου εἶναι πᾶντα κάποιο ξεπλυμένο μπλέ, ἀναιμικό, χωρὶς ἀντοχή. Διακρίνεται ἀπὸ κάτω τὸ χλωμὸ κίτρινο τοῦ πανιοῦ· θαρρῶ πὼς βλέπω τὰ ὠχρά σου μάγουλα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Φτάνει, φτάνει!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Καὶ δὲν τὸ νομίζω μόνον ἐγώ. Εἶδες τὴ σημερινὴ ἐφημερίδα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Ταράζεται). - Ὄχι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἐδῶ εἶναι, πάνω στὸ τραπέζι.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Κάνει νὰ πάρει τὴν ἐφημερίδα χωρὶς νὰ τολμάει νὰ τὴν πάρει). - Λέει μέσα τίποτα;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Διάβασε. Ἤ θέλεις νὰ διαβάσω ἐγώ;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Μή!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἄν προτιμᾶς, φεύγω.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, μή, ὄχι... Δὲν ξέρω, μοῦ φαίνεται πὼς ἀρχίζω νὰ σὲ σιχαίνομαι καὶ ὅμως
δὲν μπορῶ νὰ σ' ἀφήσω νὰ φύγεις. Μὲ βγάζεις ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ ἔπεσα, μὰ ἐκεῖ ποὺ πάω νὰ
βγῶ, μοῦ δίνεις μιὰ κατακέφαλα καὶ νά με πάλι μέσα στὸ νερό. Ὅσο κρατοῦσα τὰ μυστικά μου
γιὰ τὸν ἑαυτό μου, δὲν αἰσθανόμουν τόσο ἄδειος ὅπως τώρα. Τὰ μυστικά μου ἦταν τὰ ἐντόσθιά
μου. Ξέρεις τὸν πίνακα ἑνὸς ἰταλοῦ μαὶτρ ποὺ παρασταίνει μιὰ σκηνὴ μαρτυρίου; Ἕναν ἅγιο ποὺ
τοῦ βγάζουν τ' ἄντερα μ' ἕνα βαροῦλκο; Ὁ μάρτυς μπορεῖ καὶ βλέπει πῶς λίγο-λίγο γίνεται καὶ
πιὸ λιγνός, ἐνῶ συγχρόνως ὁ κύλινδρος τοῦ μαγγανιοῦ χοντραίνει! Μοῦ φαίνεται πὼς ἐσὺ χόντρυνες ἀπ' τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ ξερρίζωσες ὅλα μέσα μου κι' ὅταν φύγεις, θὰ φύγεις, τὸ ξέρω, παίρνοντας μαζύ σου τὰ ἐντόσθιά μου καὶ ἀφήνοντάς με ἕναν ἄδειο σάκκο.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὤ, τί φαντασία! - Μά, ἡ γυναίκα σου, δὲ θὰ ξαναγυρίσει τάχα φέρνοντάς σου
πάλι τὴν καρδιά σου;
ΑΔΟΛΦΟΣ: -Ὄχι.Τί θὰ μποροῦσε τώρα ἐκείνη νὰ μοῦ φέρει, ἀφοῦ οἱ σαρκασμοί σου μοῦ τὴν
κατέστρεψαν;Τὰ ἔχεις κάνει ὅλα στάχτη, τὴν τέχνη μου, τὸν ἔρωτά μου, τὴν ἐλπίδα μου, τὴν
πίστη μου.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Δηλαδὴ εἴχανε γίνει στάχτη πρὶν ἔρθω ἐγώ, καὶ μάλιστα στὴν ἐντέλεια.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, ἀλλὰ μποροῦσαν ἀκόμα ὅλα νὰ σωθοῦν. Τώρα πιὰ εἶναι πολὺ ἀργά, ἐμπρηστή!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Πολὺ λίγα κάψαμε μαζύ. Τώρα θὰ σπείρουμε μέσα στὶς στᾶχτες.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σὲ σιχαίνομαι, τὴν κατάρα μου νά 'χεις.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Καλὸ σημάδι αὐτό! Θὰ πεῖ πὼς ἔχεις δύναμη ἀκόμα. Θὰ μπορέσω ἔτσι νὰ σὲ
βγάλω ἀπὸ τὴν τρύπα σου. Ἄκουσέ με! Θέλεις νὰ μ' ἀκούσεις καὶ νὰ κάνεις ὅ,τι σοῦ πῶ;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Κάνε με ὅ,τι θέλεις, θὰ ὑπακούσω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: (Σηκώνεται). - Κοίταξέ με!
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Τὸν κοιτάζει). - Ὁρῖστε, μὲ κοιτάζεις μὲ τὰ παράξενα μάτια σου ποὺ μὲ τραβοῦν
χωρὶς νὰ τὸ θέλω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Καὶ τώρα, πρόσεξε.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, ἀλλὰ μίλησε γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Μὴ λὲς πιὰ τίποτα γιὰ μένα. Εἶμαι σὰν μιὰ
πληγὴ στὴ βράση της.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὄχι - δὲν ἔχω νὰ πῶ τίποτα γιὰ μένα! Εἶμαι χῆρος καὶ καθηγητὴς κλασικῶν
γλωσσῶν, αὐτὸ εἶν' ὅλο! Καὶ τώρα, πιάσε τὸ χέρι μου.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τί φοβερὴ δύναμη φαίνεται νά 'χεις ἐσύ! Σὰ νὰ πιάνω ἠλεκτρικὴ στήλη.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ναὶ καὶ σκέψου αὐτό: κάποτε ἤμουνα κι' ἐγὼ στὰ χάλια τὰ δικά σου. Σήκω
πάνω!
ΑΔΦΟΛΦΟΣ: (Σηκώνεται, ἀφήνεται μὲς τὰ μπρᾶτσα τοῦ Γουσταύου). - Εἶμαι σὰν ἕνα παιδὶ χωρὶς κόκκαλα, μ' ἀνοιχτὸ τὸν ἐγκέφαλο.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Κάνε δύο βήματα μπροστά.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲ μπορῶ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Περπάτα μὴ σὲ χαστουκίσω.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Ἀντιστέκεται). - Τί εἶπες;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Εἶπα, θὰ σὲ χτυπήσω.
ΑΦΟΛΦΟΣ: (Κάνει πίσω, ἔξαλλος). - Γιὰ ξαναπές το!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Μπράβο! Σοῦ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι καὶ ξύπνησε τὸ αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης. Περίμενε, θὰ σὲ φορτίσω μὲ ἐνέργεια. Ποῦ εἶναι ἡ γυναίκα σου;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ποῦ εἶναι;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: -Ναί.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σὲ...μιὰ συνεδρίαση.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Σίγουρα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀπολύτως.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Σὲ τί εἴδους συνεδρίαση;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Γιὰ ἕνα παιδικὸ ἄσυλο...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Χωριστήκατε ὁμαλά;
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Δισταχτικά). - Ὄχι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τσακωθήκατε λοιπόν! Τί τῆς εἶπες καὶ τὴν ἐξόργισες;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Εἶσαι ἀπαίσιος! Σὲ φοβᾶμαι! Πῶς τὸ ξέρεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Εἶναι πολὺ ἁπλό. Ἔχω τρία γνωστὰ ἀξιώματα, ὑπολογίζω τὸ τέταρτο καὶ τὸ
βρίσκω. Τί τῆς εἶπες;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τῆς εἶπα...δυὸ λέξεις μοναχά, μὰ φριχτὲς καὶ τώρα τὸ μετανιώνω, τὸ μετανιώνω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Νὰ μὴ μετανιώνεις. Λέγε!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὴν εἶπα: γριὰ κοκέττα!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Καὶ ὕστερα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τίποτ' ἆλλο.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Πῶς! τῆς εἶπες κάτι ἀκόμα ἀλλὰ τὸ ξέχασες, ἴσως γιατί δὲν τολμᾶς νὰ τὸ θυμηθεῖς. Τὸ καταχώνιασες στὸ συρτάρι τῶν μυστικῶν. Ἄνοιξέ το.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν θυμᾶμαι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἐγὼ ὅμως ξέρω. Τῆς εἶπες: θά 'πρεπε νὰ ντρέπεσαι ποὺ κοκετταρίζεσαι, τώρα
ποὺ γέρασες καὶ δὲν βρίσκεις ἐραστές.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὸ εἶπα αὐτό; Ναὶ, σίγουρα θὰ τὸ εἶπα. Μὰ ἐσὺ πῶς τὸ ξέρεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τὴν ἄκουσα ποὺ τό 'λεγε μὲς τὸ καράβι, ὅταν ἐρχόμουνα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σὲ ποιὸν τό 'λεγε;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Σὲ τέσσερις νεαροὺς ποὺ τὴ συνόδευαν. Ἄρχισε τώρα νὰ κλίνει πρὸς τὰ παλλη-
καράκια λὲς καὶ...
 ΑΔΟΛΦΟΣ: - Μά, δὲν ὑπάρχει τίποτα κακὸ σ' αὐτό...!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Τίποτα περισσότερο ἀπ' τὸ νὰ παίζεις τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἀδελφὴ , ἐνῶ εἶσαι
μπαμπὰς καὶ μαμά!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὥστε τὴν εἶδες;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ναί, ὅμως ἐσύ, ποτέ σου δὲν τὴν εἶδες πῶς εἶναι ὅταν δὲν βρίσκεσαι μαζύ της.
Καταλαβαίνεις; Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἕνας σύζυγος δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει τὴ γυναίκα του.
Ἔχεις καμιὰ φωτογραφία της; (Ὁ Ἀ. βγάζει μιὰ φωτογραφία ἀπὸ τὸ πορτοφόλι του. Ὁ Γ. γίνεται περίεργος). - Ἤσουν ἐκεῖ ὅταν πόζαρε γι' αὐτὴ τὴ φωτογραφία;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Κοίταξε λοιπόν! Μοιάζει μὲ τὸ πορτραῖτο ποὺ τῆς ἔφτιαξες ἐσύ; Ὄχι! Τὰ χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ ἴδια, ἡ ἔκφραση ἀλλοιώτικη. Μόνο ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ δεῖς ἐσὺ αὐτό, γιατί παρεμβάλλεις τὴν εἰκόνα ποὺ κουβαλᾶς μέσα σου. Κοίταξε τώρα τὴν φωτογραφία σὰν ζωγράφος καὶ χωρὶς νὰ σκέφτεσαι τὸ πρωτότυπο. Τί παρασταίνει; Τίποτ' ἆλλο δὲν παρατηρῶ ἐγὼ παρὰ μιὰ στολισμένη κοκέττα ποὺ θέλει νὰ τραβήξει ἕναν γυναικά. Δὲς αὐτὴ τὴν κυνικὴ πτυχὴ γύρ'
ἀπὸ τὸ στόμα, ποὺ ποτέ σου δὲν πρόσεξες· δὲν βλέπεις πὼς τὸ βλέμμα της γυρεύει ἕναν ἄντρα,
ἕναν ἆλλον ἄντρα κι' ὄχι ἐσένα; Βλέπεις τὸ ντεκολτέ της; τὸ χτένισμά της πόσο ἀλλοιώτικο εἶναι;
Τ' ἀνασηκωμένα μανήκια της; Δὲν τὰ βλέπεις ὅλ' αὐτά;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, τώρα τὰ βλέπω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Φυλάξου, παιδί μου.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀπὸ ποιόν;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: (Τοῦ δίνει πίσω τὴ φωτογραφία). - Ἀπὸ τὴν ἐκδίκησή της. Μὴν ξεχνᾶς πὼς τὴν πλήγωσες στὸ μόνο σημεῖο ποὺ ἐκείνη τὸ θεωρεῖ ὕψιστο, λέγοντάς της πὼς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ προσελκύσει ἕναν ἄντρα! Ἄν τῆς ἔλεγες πὼς δὲν γράφει πιὰ παρὰ ἀσήμαντα "πραγματάκια", θὰ γελοῦσε μὲ τὸ κακό γοῦστο σου, μὰ τώρα, πίστεψέ με, ἄν δὲν ἔχει ἤδη ἐκδικηθεῖ, δὲν θά 'ναι γιατὶ δὲν τὸ σκέφτηκε.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Θέλω νὰ ξέρω τί συμβαίνει.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Νὰ προκαλέσεις.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τί πρᾶγμα;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἐξέτασε, θὰ σὲ βοηθήσω ἄν θές.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὡραῖα, ἀφοῦ ἔτσι κι' ἀλλιῶς θὰ πεθάνω, ἔγινε! Τί τώρα, τί ὕστερα. Τί πρέπει νὰ
κάνω;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Πές μου πρῶτα τὸ ἑξῆς: ἡ γυναίκα σου δὲν ἔχει κάποιο ἀδύνατο σημεῖο;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν νομίζω. Εἶναι γερὸ κόκκαλο, πολὺ γερό!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Νά - σφυρίζει τὸ καράβι, ἔφτασε... Σὲ λίγο θά 'ρθει.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πρέπει νὰ κατέβω νὰ τὴν ὑποδεχτῶ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ὄχι, μεῖνε ἐδῶ. Κάνε της μοῦτρα. Ἄν ἔχει καθαρὴ συνείδηση, θὰ χαλάσει τὸν
κόσμο. Ἄν ὅμως αἰσθάνεται ἔνοχη, θά 'ρθει νὰ σὲ γεμίσει χάδια.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Εἶσαι σίγουρος γιὰ ὅσα λές;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἔντελῶς, ὄχι. Καμιὰ φορὰ ὁ λαγὸς κάνει κόλπα, πάει ἐδῶ, πάει ἐκεῖ, μὰ θὰ
προσέχω ἐγώ. Ἐδῶ δῖπλα εἶναι τὸ δωμάτιό μου. (Δείχνει τὴν δεξιὰ πόρτα πίσω ἀπὸ τὸ κάθισμα). - Θὰ
σταθῶ ἐκεῖ πίσω καὶ θὰ προσέχω. Ἐνῶ ἐσὺ θὰ παίζεις τὸ παιγχνίδι σου ἐδῶ. Κι' ὅταν τελειώσεις,
θ' ἀλλάξουμε ρόλους, θὰ μπῶ ἐγὼ στὸ κλουβὶ καὶ θὰ ἀναλάβω τὸ φίδι. Ἐσὺ θὰ κοιτᾶς ἀπὸ τὴν
κλειδαρότρυπα. Ὕστερα θὰ συναντηθοῦμε οἱ δυό μας στὸ πᾶρκο καὶ θὰ συγκρίνουμε τὶς ἐντυπώσεις μας. Νὰ εἶσαι ὅμως ἐνεργητικός. Ἄν δείξεις ἀδυναμία, θὰ χτυπήσω δυὸ φορὲς τὸ πάτωμα μὲ
μιὰ καρέκλα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σύμφωνοι! Μά, μὴ φύγεις! Εἶναι ἀνάγκη νὰ ξέρω πὼς βρίσκεσαι στὸ διπλανὸ δωμάτιο.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Μπορεῖς νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς θὰ εἶμαι. Ὡστόσο ὕστερα, δὲν πρέπει νὰ φοβη-
θεῖς ὅταν μὲ δεῖς ν' ἀνοίγω τὴν ψυχή της μὲ τὴ σμίλη καὶ ν' ἀδειάζω τὸ περιεχόμενό της στὸ τραπέζι· εἶναι μᾶλλον φρικῶδες γιὰ τοὺς ἀρχάριους, μὰ ὅταν κανένας τὸ δεῖ αὐτὸ μιὰ φορά, δὲν τὸ
μετανιώνει ὕστερα ποτέ. Μονάχα θυμήσου: οὔτε λέξη γιὰ τὴ συνάντησή μας, δὲν ἔκανες καμιὰ
γνωριμία ἐνόσῳ ἐκείνη ἔλειπε. Οὕτε λέξη. Ἐγὼ θὰ μπορέσω μόνος μου νὰ βρῶ τὸ ἀδύνατο σημεῖο της. Λοιπόν, σταθερότητα! Κάθησε κεῖ, στὴν καρέκλα σου, θ' ἀναγκαστεῖ νὰ καθήσει στὴ
δική μου κι' ἔτσι θὰ μπορῶ νὰ σᾶς βλέπω καὶ τοὺς δυό.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἔχουμε μιὰ ὥρα ὥς τὸ φαγητὸ - δὲν ἔχουν ἔρθει ταξειδιῶτες, ἀφοῦ δὲν χτύπησαν
- θὰ εἴμαστε λοιπὸν ἐμεῖς καὶ μεῖς - δυστυχῶς!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Αἰσθάνεσαι ἀδυναμία;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, δὲν αἰσθάνομαι τίποτα. Ἤ μᾶλλον ναί, φοβᾶμαι ἐκεῖνο ποὺ πρόκειται τώρα
νὰ συμβεῖ. Ὡστόσο, δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐμποδίσω. Ὅταν μιὰ πέτρα ξεκολλάει ἀπὸ τὴ θέση της
καὶ κυλᾶ, δὲν φταίει ἡ τελευταία σταγόνα νεροῦ, οὔτε κι' ἡ πρώτη ἀλλὰ ὅλες μαζύ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Ἀφοῦ εἶν' ἔτσι, ἄσ' την νὰ κυλήσει - ἐφόσον ἀλλοιῶς δὲν θὰ βρεῖς γαλήνη. Ὤ
ρεβουάρ.
(Ὁ Ἀδόλφος τοῦ λέει "ὤ ρεβουὰρ" μὲ μιὰ κίνηση τοῦ κεφαλιοῦ· ἔχει στὰ χέρια του ἀκόμα τὴ φωτογραφία, τὴ σκίζει καὶ ρίχνει τὰ κομματάκια κάτω ἀπ' τὸ τραπέζι· ὕστερα κάθεται στὴν καρέκλα του, ὕστερα παλεύει λίγο μὲ τὴ
γραβάτα του, σχιάχνει τὰ μαλλιά του, ψηλαφίζει τὸν γιακὰ τοῦ σακκακιοῦ του κτλ.)
.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ.

ΘΕΚΛΑ: (Μπαίνει, πάει κατ' εὐθείαν στὸν Ἀδόλφο καὶ τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν φιλᾶ, μὲ ἁβρότητα, μὲ εἰλικρίνεια,
εἶναι χαρούμενη καὶ θελκτική)
. - Γειά σου, ἀδελφούλη, πῶς εἶσαι;
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Μισονικημένος, βιασμένα καὶ σὲ τόνο ἀστεῖο). - Τί κακὸ ἔκανες λοιπὸν καὶ μὲ φιλᾶς ἔτσι;
ΘΕΚΛΑ: - Περίμενε, θὰ σοῦ πῶ: ξόδεψα ἕνα σωρὸ λεφτά.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Λοιπόν, διασκέδασες;
ΘΕΚΛΑ: - Πολύ! Ὅμως ὄχι στὴ συνεδρίαση βέβαια! Ἦταν κάτι καταθλιπτικό, θά 'λεγα. Ὁ ἀδελφούλης μου ὅμως, πῶς τὰ πέρασε ἐκεῖνος, ὅσο ἔλειπε ἡ Πουλαδίτσα του δὲν ἦταν ἐδῶ; (Κοιτάζει γύρω της τὸ δωμάτιο σὰ νὰ γυρεύει ἤ νὰ μυρίζεται κάτι).
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἔπληξα, αὐτὸ εἶν' ὅλο.
ΘΕΚΛΑ: - Δὲν σ' ἐπισκέφτηκε κανείς;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, ἔμεινα μόνος.
ΘΕΚΛΑ: (Τὸν παρατηρεῖ, κάθεται στὴ σαίζ-λόνγκ). - Ποιός κάθισε ἐδῶ;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σ' αὐτὸ τὸ κάθισμα; Κανένας!
ΘΕΚΛΑ: - Περίεργο. Ἀκόμα ζεστὸ εἶναι τὸ κάθισμα, νά, ἔχει καὶ σημάδι ἐδῶ ἀπὸ ἀγκόνα. Δέχτηκες καμιὰ ξένη κυρία;

ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἐγώ; Δὲν πιστεύεις οὔτε λεπτὸ αὐτὸ ποὺ λές!...
ΘΕΚΛΑ: - Νὰ ὅμως ποὺ μοῦ κοκκίνησε! Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ ἀδελφούλης λέει ἀστειάκια! Ἔλα, ἔλα νὰ πεῖς στὴν Πουλαδίτσα τί ἔχεις στὴ συνείδησή σου. (Τὸν τραβᾶ  κοντά της· ἐκεῖνος ἀφήνεται καὶ πάει, ἀκουμπᾶ τὸ κεφάλι του στὰ γόνατα τῆς Θέκλας).
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Γελῶντας). - Εἶσαι μιὰ μικρὴ διαβόλισσα! Τὸ ξέρεις;
ΘΕΚΛΑ: - Ὄχι, ἀγνοῶ τὸ κάθε τί γιὰ μένα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν συλλογίζεσαι ποτὲ τὸν ἑαυτό σου;
ΘΕΚΛΑ: (Μυρίζεται καὶ παρατηρεῖ). - Δὲν σκέφτομαι παρὰ πᾶντα τὸν ἑαυτό μου... Εἶμαι
φριχτὰ ἐγωίστρια... Μά, ἄρχισες καὶ φιλοσοφεῖς τώρα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Βάλε τὸ χέρι σου στὸ κούτελό μου.
ΘΕΚΛΑ: (Κελαϊδιστικά). - Ἔχεις ἀκόμα ἀπὸ κεῖνα τὰ κακὰ μυγάκια στὸ κεφάλι σου; Θὰ
τὰ διώξουμε τώρα, ἔ; (Τὸν φιλᾶ στὸ κούτελο). - Λοιπόν, σοῦ πέρασε;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί. (Σιγή).
ΘΕΚΛΑ: - Καὶ τώρα, πές μου, πῶς διασκέδασες; Ζωγράφισες μήπως;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, δὲν ζωγραφίζω πιά.
ΘΕΚΛΑ: - Πῶς; Δὲν ζωγραφίζεις;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, μὴ μὲ μαλώνεις...Δὲν φταίω ἐγώ. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζωγραφίσω.
ΘΕΚΛΑ: - Καὶ τί θὰ κάνεις, καλέ;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Γλυπτική.
ΘΕΚΛΑ: - Ὁρῖστε πάλι, καινούργιες ἰδέες!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, μὰ μὴ μὲ μαλώνεις...Δὲς αὐτὸ τὸ ἄγαλμα.
ΘΕΚΛΑ: (Ξεσκεπάζει τὸ κέρινο ἄγαλμα). - Μπᾶ! Μπᾶ! Ποιά εἶν' αὐτή;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Μάντεψε.
ΘΕΚΛΑ: (Μὲ γλυκύτητα). - Μήπως ἡ Πουλαδίτσα; Δὲ ντρέπεσαι;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν τῆς μοιάζει;
ΘΕΚΛΑ: - Ποῦ νὰ ξέρω, ἐφόσον δὲν ὑπάρχει πρόσωπο;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, ἀλλὰ ὑπάρχουν τόσα ἆλλα καὶ ὡραῖα πράγματα!
ΘΕΚΛΑ: (Τοῦ δίνει ἕνα χαστουκάκι στὸ μάγουλο). - Βούλωσέ το μὴ σὲ φιλήσω.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Ἀμύνεται). - Ἔλα, ἔλα τώρα, μπορεῖ νά 'ρθει κανείς.
ΘΕΚΛΑ: - Καὶ μένα τί μὲ νοιάζει; Δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ φιλήσω τὸν ἄντρα μου
τάχα; Ἔχω τὸ νόμιμο δικαίωμα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναὶ ἀλλὰ ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἐδῶ, στὸ ξενοδοχεῖο, δὲν μᾶς παίρνουν γιὰ
παντρεμένους, ἐπειδὴ φιλιόμαστε ὅλη τὴν ὥρα. Καὶ τ' ὅτι καυγαδίζουμε καμιὰ φορὰ, δὲν
ἀλλάζει τὴ γνώμη τους, γιατί καὶ οἱ ἐρωτευμένοι καυγαδίζουν!
ΘΕΚΛΑ: - Ὤ, μὰ γιατί νὰ καυγαδίζουμε; Δὲν μπορεῖς τάχα νὰ εἶσαι τόσο γλυκούλης, ὅπως τώρα; Πές μου, θέλεις; Δὲν θέλεις νὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἄν θέλω, λέει; Βέβαια. Μὰ...
ΘΕΚΛΑ: - Τί εἶναι πάλι; Ποιός σοῦ ἔβαλε τὴν ἰδέα στὸ κεφάλι νὰ μὴν ξαναζωγραφίσεις;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τί θὰ πεῖ ποιός; Διαρκῶς ὑποπτεύεσαι κάποιον πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου,
πίσω ἀπ' τὶς σκέψεις μου. Ζηλεύεις.
ΘΕΚΛΑ: - Ναί, ζηλεύω. Φοβᾶμαι μὴ σὲ πάρουν ἀπὸ μένα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὅταν ξέρεις πὼς καμιὰ γυναίκα δὲ μπορεῖ νὰ σὲ διώξει ἀπὸ τὴν καρδιά
μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω χωρὶς ἐσένα;
ΘΕΚΛΑ: - Μά, δὲν φοβᾶμαι τὶς γυναῖκες· οἱ φίλοι σοῦ βάζουν ἰδέες στὸ κεφάλι.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Τὴν παρατηρεῖ). - Τότε, φοβᾶσαι... - φοβᾶσαι τί;
ΘΕΚΛΑ: (Σηκώνεται). - Κάποιος ἦταν ἐδῶ! Ποιός ἦρθε;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν ὑποφέρεις πιὰ νὰ σὲ κοιτάζω;
ΘΕΚΛΑ: - Ὄχι μ' αὐτὸν τὸν τρόπο! Ποτὲ δὲν μὲ κοιτάζεις ἔτσι.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Καλά, πῶς;
ΘΕΚΛΑ: - Τὸ βλέμμα σου διαπερνᾶ κάτ' ἀπ' τὰ βλέφαρά σου.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Γιὰ νὰ σὲ βλέπω, ναί! Καὶ θά 'θελα νὰ ξέρω πῶς εἶσαι φτιαγμένη ἀπ' τὴν
ἀνάποδη.
ΘΕΚΛΑ: - Σὲ ἱκετεύω, κοίταξε! Δὲν ἔχω τίποτα νὰ κρύψω! Μά, μιλᾶς μ' ἕναν τρόπο ἀλλοιώτικο...μεταχειρίζεσαι κάτι ἆλλες ἐκφράσεις (τὸν κρυφοκοιτάζει), - μιλᾶς σὰν φιλόσοφος,
ἔ; (Πάει κοντά του, ἀπειλητική). - Ποιός ἦρθε νὰ σὲ δεῖ;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὁ γιατρός μου, ἁπλούστατα.
ΘΕΚΛΑ: - Ποιὸς γιατρός;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὁ γιατρὸς ἀπὸ τὸ Στρέμσταντ.
ΘΕΚΛΑ: - Τ' ὄνομά του;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Σένμπεργκ.
ΘΕΚΛΑ: - Τί σοῦ εἶπε;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Εἶπε...μάλιστα...μεταξὺ ἄλλων...πὼς κινδυνεύω νὰ γίνω ἐπιληπτικός.
ΘΕΚΛΑ: - Μεταξύ ἄλλων; Τί ἆλλο εἶπε ἀκόμα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Κάτι πολὺ δυσάρεστο!
ΘΕΚΛΑ: - Λέγε, τί;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Μᾶς ἀπαγορεύει γιὰ λίγο καιρὸ νὰ ζοῦμε σὰν σύζυγοι.
ΘΕΚΛΑ: - Τὰ βλέπεις! Ἔπρεπε νὰ τό 'χω καταλάβει! Θέλουν νὰ μᾶς χωρίσουν· ἀπὸ καιρὸ τὸ εἶχα μυριστεῖ.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν μπορεῖ νὰ τό 'χες μυριστεῖ, γιατὶ κανένας δὲν ἐπιδίωξε τέτοιο πρᾶγμα.
ΘΕΚΛΑ: - Δὲν μπορεῖ νὰ τό 'χα μυριστεῖ;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πῶς μποροῦσες ν' ἀνακαλύψεις κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει, ἄν ὁ φόβος δὲν τάραζε τὴ φαντασία σου καὶ δὲν σ' ἔκανε νὰ δεῖς ἐκεῖνο ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτέ; Τί φοβᾶσαι; Μήπως δανειστῶ τὰ μάτια κάποιου ἄλλου καὶ σὲ δῶ ποιά εἶσαι καὶ ὄχι ποιά μοῦ φαίνεσαι ἐμένα πὼς εἶσαι;
ΘΕΚΛΑ: - Πρόσεχε τὴ φαντασία σου, Ἀδόλφε! Ἡ φαντασία εἶναι μὲς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κάτι σὰν ἄγριο ζῶο.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ποιός σοῦ τό 'μαθε αὐτό; Μήπως τίποτα ἁγνὰ παλληκαράκια στὸ πλοῖο, ἔ;
ΘΕΚΛΑ: (Χωρὶς νὰ τὰ χάνει). - Ἔ, λοιπόν, ναί, πᾶντα κάτι μαθαίνεις ἀπὸ τοὺς νεαρούς!...
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τοὺς νεαρούς... Βλέπω ἀρχίζουν νὰ σοῦ ἀρέσουν.
ΘΕΚΛΑ: - Ἀνέκαθεν μοῦ ἄρεσαν, γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ σ' ἀγάπησα ἐσένα. Μήπως αὐτὸ
σοῦ εἶναι δυσάρεστο;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, ἀλλὰ θὰ μ' ἄρεσε νὰ εἶμαι ὁ μόνος.
ΘΕΚΛΑ: (Σὲ τόνο ἀστεῖο, παιγχνιδιάρικο). - Ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο πλατειά, βλέπεις, ἀδελφούλη μου, ποὺ χωράει κι' ἄλλους ἐκτὸς ἀπὸ σένα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: Ναί, ἀλλὰ ὁ ἀδελφούλης δὲν θέλει νὰ ὑπάρχουν κι' ἆλλοι...
ΘΕΚΛΑ: - Ἔλα κοντὰ στὴν Πουλαδίτσα, γιὰ ἔλα δῶ, νὰ σοῦ τραβήξει τὰ μαλλιὰ γιὰ νὰ
μάθεις νὰ μὴν εἶσαι ζηλόφθονος.
(Ἀκούγονται δύο χτύποι μὲ τὴν καρέκλα ἀπὸ τὸ δωμάτιο τοῦ Γουσταύου).
 ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, δὲν θέλω παιγχνίδια, μιλῶ σοβαρά.
ΘΕΚΛΑ: (Θωπευτική). - Ὕψιστε, θέλει νὰ μιλήσει σοβαρά! Τί σοβαρότητα ποὺ
σ' ἔπιασε! Εἶναι φοβερό! (Τοῦ παίρνει τὸ κεφάλι καὶ τὸν φιλᾶ). - Γέλασέ μου λιγάκι
τώρα... Ναί, ἔτσι!
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Γελᾶ χωρὶς νὰ θέλει). - Διαβολογυναίκα! Θαρρῶ πὼς εἶσαι μάγισσα.
ΘΕΚΛΑ: - Χμ! Καθὼς βλέπεις, δὲν πρέπει νὰ εἶσαι κακός, γιατὶ ἀλλοιῶς, ἡ μάγισσα θὰ σὲ ἀφανίσει.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Ὄρθιος). - Θέκλα, στάσου μιὰ στιγμὴ ἔτσι, προφίλ, μὴν κουνιέσαι,
θέλω νὰ κάνω τὸ πρόσωπο στὸ ἄγαλμα.
ΘΕΚΛΑ: Εὔκολο. (Στέκεται προφίλ).
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Τὴν παρατηρεῖ καὶ κάνει πὼς παίρνει σκίτσο). - Μὴ σκέφτεσαι ἐμένα τούτη τὴ στιγμὴ... Σκέψου κάποιον ἆλλο.
ΘΕΚΛΑ: - Θὰ σκεφτῶ τὴν τελευταία μου κατάκτηση.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὸν ἁγνὸ νεαρούλη;
ΘΕΚΛΑ: - Ἀκριβῶς. Εἶχε κάτι μουστάκια, τόσο γλυκούλια, καὶ μάγουλα σὰν ροδάκινα, τόσο γλυκὰ καὶ ροδαλά, ποὺ σοῦ ἐρχότανε νὰ τὰ δαγκώσεις...
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Γίνεται ζοφερός). - Κράτησε αὐτὸν τὸν μορφασμὸ στὸ στόμα.
ΘΕΚΛΑ: - Ποιό μορφασμό;
ΑΔΟΛΔΟΣ: - Νά, αὐτὴν τὴν κυνική, αὐθάδικη πτυχὴ ποὺ ποτὲ δὲν τὴν εἶχα ξαναδεῖ.
ΘΕΚΛΑ: (Κάνει μιὰ γκριμάτσα). - Αὐτή;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, αὐτή! (Σηκώνεται). Ξέρεις πῶς περιγράφει ὁ Μπρὲτ Χάρτε τὴν
μοιχαλίδα;
ΘΕΚΛΑ: (Χαμογελᾶ). - Ὄχι, δὲν ἔχω διαβάσει ποτὲ τὸν Μπρὲτ Μασίν σου.
ΑΦΟΛΦΟΣ: - Μιὰ χλωμὴ γυναίκα, ποὺ δὲν κοκκινίζει ποτέ.
ΘΕΚΛΑ: - Ποτέ; Μά, ὅταν συναντᾶ τὸν φίλο της, κοκκινίζει, ὑποθέτω, εἴτε αὐτὸ
τὸ βλέπουν ὁ σύζυγός της ἤ ὁ κ. Μπρὲτ εἴτε ὄχι.
ΑΔΦΟΛΦΟΣ: - Εἶσαι τόσο σίγουρη γι' αὐτό;
ΘΕΚΛΑ: (Ὅπως πρῶτα). - Μάλιστα, ἐφόσον ὁ σύζυγός της εἶναι ἀνίκανος νὰ τῆς
ἀνεβάσει τὸ αἷμα στὸ πρόσωπο, μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχει δεῖ ἕνα τόσο γοητευτικὸ θέαμα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Μανιασμένος). - Θέκλα!
ΘΕΚΛΑ: - Ὤ, τρελλούτσικο!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Θέκλα!
ΘΕΚΛΑ: - Πές με Πουλαδίτσα καὶ θὰ κοκκινήσω γιὰ χάρη σου, θὰ γίνω κατακόκκινη, ἄν θέλεις. Πές με.
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Ἀφοπλισμένος). - Μὲ θυμώνεις τόσο, ποὺ θὰ σὲ δαγκώσω, ἀγρίμι!
ΘΕΚΛΑ: (Παιγχνιδιάρικα). - Τρέχα λοιπόν, δάγκωσέ με! Ἔλα! (Τοῦ ἁπλώνει τὰ χέρια της).
ΑΔΟΛΦΟΣ: (Τὴν πιάνει γύρω ἀπ' τὸ λαιμὸ καὶ τὴν φιλᾶ). - Ναί, θὰ σὲ δαγκώσω, θὰ σὲ
πεθάνω.
ΘΕΚΛΑ: (Ἀστειεύοντας). - Προσοχή, μπορεῖ κάποιος νὰ μπεῖ.
ΑΔΦΟΛΦΟΣ: - Καὶ τί μὲ νοιάζει ἐμένα; Τίποτα στὸν κόσμο δὲ μπορεῖ νὰ μ' ἀγγίξει, ἀρκεῖ νὰ σ' ἔχω δική μου.
ΘΕΚΛΑ: - Κι' ὅταν δὲν θὰ μ' ἔχεις δική σου;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Θὰ πεθάνω.
ΘΕΚΛΑ: - Ναί, ἀλλὰ δὲν ἔχεις τίποτα νὰ φοβᾶσαι, ἀφοῦ εἶμαι τόσο γρηὰ καὶ κανένας δὲν μὲ ποθεῖ.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Θέκλα, δὲν ξέχασες! Παίρνω πίσω ὅ,τι εἶπα.
ΘΕΚΛΑ: - Θὰ μποροῦσες νὰ μοῦ ἐξηγήσεις γιατὶ ζηλεύεις καὶ συγχρόνως εἶσαι τόσο σίγουρος γιὰ μένα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τίποτα. Ἡ ἰδέα πὼς κάποιος ἄλλος σὲ
εἶχε πρὶν ἀπὸ μένα μ' ἐνοχλεῖ καὶ μάλιστα ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Μερικὲς φορὲς μοῦ
φαίνεται πὼς ὁ ἔρωτάς μας δὲν εἶναι παρὰ ἕνα παραμύθι, μιὰ ἄμυνα, ἕνα πάθος
ποὺ τὸ κάναμε φιλότιμο. Τὸ χειρότερο βάσανο γιὰ μένα εἶναι νὰ σκέφτομαι πὼς
ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ μάθει πὼς εἶμαι δυστυχισμένος. Ἄχ! Δὲν τὸν
ἔχω δεῖ ποτέ μου, ὅμως ἡ σκέψη πὼς ὑπάρχει κάποιος ἄντρας ὁ ὁποῖος στοιχηματίζει πάνω στὴ δυστυχία μου, κάθε μέρα μὲ καταριέται καὶ θὰ ξεσπάσει σὲ γέλοια
ἄν ἐγὼ ἀποτύχω, ἡ σκέψη αὐτὴ μὲ πολιορκεῖ, μὲ σπρώχνει κοντά σου, μὲ μαγεύει
καὶ μὲ παραλύει.
ΘΕΚΛΑ: - Νομίζεις πὼς θά 'θελα νὰ τοῦ δώσω τούτη τὴ χαρά; Νομίζεις πὼς θὰ
δεχόμουν νὰ δῶ νὰ πραγματοποιοῦνται οἱ προβλέψεις του;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, δὲν θέλω νὰ τὸ πιστεύω.
ΘΕΚΛΑ: - Τί σ' ἐμποδίζει λοιπὸν νὰ εἶσαι ἥσυχος;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἡ κοκετταρία σου, ποὺ δὲν παύει νὰ μ' ἀνησυχεῖ. Γιατί παίζεις αὐτὸ τὸ παιγχνίδι;
ΘΕΚΛΑ: - Δὲν εἶναι παιγχνίδι. Θέλω νὰ ἐρέσω, αὐτὸ εἶν' ὅλο.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Στοὺς ἄντρες μόνο.
ΘΕΚΛΑ: - Ἀσφαλῶς, γιατὶ, ξέρεις, ποτὲ μιὰ γυναίκα δὲν ἀρέσει σὲ μιὰν ἄλλη γυ-
ναίκα!...
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πές μου! Εἶχες νέα του, τὸν τελευταῖο καιρό;
ΘΕΚΛΑ: - Καθόλου ἐδῶ κι' ἕξη μῆνες.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὸν σκέφτεσαι πότε-πότε;
ΘΕΚΛΑ: - Ὄχι, ὕστερ' ἀπ' τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ, δὲν εἴχαμε καμίαν ἐπαφή.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Καὶ δὲν τὸν εἶδες πουθενά;
ΘΕΚΛΑ: - Ὄχι. Φαίνεται πὼς μένει στὴ δυτικὴ πλευρά. Μά, γιατί ἀνησυχεῖς
γι' αὐτὰ τώρα;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν ξέρω. Τὶς τελευταῖες μέρες, νά, σὰν βρέθηκα ὁλομόναχος,
σκεφτόμουν ἐκεῖνον. Ἀνατωτιόμουν τί αἰσθανόταν ὅταν καὶ κεῖνος βρέθηκε μόνος του.
ΘΕΚΛΑ: - Ἔχεις τύψεις;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί.
ΘΕΚΛΑ: - ...τὸ αἴσθημα πὼς εἶσαι κλεφτης, ἔ;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Περίπου.
ΘΕΚΛΑ: - Πολὺ καλά! Κλέβει κανεὶς μιὰ γυναίκα ὅπως κλέβει κι' ἕνα παιδὶ
ἤ μιὰ κότα! Μὲ θεωρεῖς, μ' ἄλλα λόγια, σὰν ὑλικὸ ἀγαθό σου, σὰν ἰδιοκτησία
σου. Σ' εὐχαριστῶ πολύ!
 ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὄχι, σὲ θεωρῶ γυναίκα μου! Κι' αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο
ἀπὸ ἕνα ἀντικείμενο τῆς κατοχῆς μας, γιατί δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀντικαταστήσουμε.
ΘΕΚΛΑ: - Μά πῶς, γιατί;! Ἄν τουλάχιστον μάθαινες πὼς ἐκεῖνος ξαναπαντρεύτηκε, θὰ λυτρωνόσουν ἀπ' ὅλες αὐτὲς τὶς ἰδέες σου. Ἐσύ, τὸν ἀντικατέστησες μιὰ φορὰ
γιὰ μένα!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὸ λὲς ἀλήθεια; Καὶ τὸν ἀγαποῦσες ἀληθινά;
ΘΕΚΛΑ: - Μά καὶ βέβαια!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τότε;
ΘΕΚΛΑ: - Κουράστηκα μαζύ του!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Κι' ἄν κουραστεῖς καὶ μαζύ μου;
ΘΕΚΛΑ: - Δὲν ὑπάρχει λόγος.
ΑΔΦΟΛΦΟΣ: - Κι' ἄν κάποιος ἆλλος ἔρθει κι' ἔχει τὰ χαρίσματα ποὺ ζητᾶς τώρα
σ' ἕναν ἄντρα; Γιὰ φαντάσου το αὐτό! Θὰ μ' ἐγκαταλείψεις;
ΘΕΚΛΑ: - Ὄχι!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἄν ὅμως σὲ γοητέψει; Σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴ μπορεῖς νὰ τὸν ἀπαρνηθεῖς; Θὰ ἀπαρνηθεῖς ἐμένα, φυσικά.
ΘΕΚΛΑ: - Ὄχι. Δὲν εἶπα τέτοιο πρᾶγμα.
ΑΔΦΟΛΦΟΣ: - Μά, τέλος πάντων, δὲν μπορεῖς ν' ἀγαπᾶς δυὸ ἆντρες συγχρόνως!
ΘΕΚΛΑ: - Γιατὶ ὄχι;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν καταλαβαίνω.
ΘΕΚΛΑ: - Συμβαίνουν πράγματα ἀκόμα κι' ὅταν δὲν τὰ καταλαβαίνουμε. Ὅλα
τὰ πλάσματα δὲν εἶναι φτιαγμένα πάνω στὸ ἴδιο καλοῦπι.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀρχίζω νὰ καταλαβαίνω.
ΘΕΚΛΑ: - Μὴ μοῦ τὸ λές!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Μὴ μοῦ τὸ λές; (Σιωπή. Ὁ Ἀδόλφος φαίνεται νὰ κάνει κάποια προσπάθεια
νὰ θυμηθεῖ κάτι ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμὴ τοῦ διαφεύγει).
- Ξέρεις ὅτι ἡ εἰλικρίνειά σου ἀρχίζει
νὰ γίνεται κουραστική;
ΘΕΚΛΑ: - Πάντως, στὰ δικά σου τὰ μάτια ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. Ἐσὺ μοῦ
τὴν ἔμαθες.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, ἀλλὰ μοῦ φαίνεται πὼς τὴν χρησιμοποιεῖς τώρα γιὰ νὰ προσποιεῖσαι.
ΘΕΚΛΑ: - Εἶναι ἡ νέα ταχτική, βλέπεις.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν ξέρω γιατί, ἀλλὰ βρίσκω πὼς ἡ παραμονή μας ἐδῶ γίνεται ὅλο
καὶ πιὸ δυσάρεστη...Ἄν θέλεις, γυρίζουμε στὸ σπίτι, ἀπόψε κιόλας.
ΘΕΚΛΑ: - Τί ὡραῖα ποὺ τὰ λές! Μόλις τώρα ἔφτασα καὶ δὲν ἔχω καμιὰν ἐπιθυμία
νὰ ξαναφύγω.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, ἀλλὰ τὸ θέλω ἐγώ.
ΘΕΚΛΑ: - Δὲν μ' ἀπασχολεῖ τὸ τί θέλεις ἐσύ. Γῦρνα μόνος σου.
ΑΦΟΛΦΟΣ: - Καὶ τώρα, σὲ διατάζω νὰ φύγεις μαζύ μου μὲ τὸ πρῶτο καράβι.
ΘΕΚΛΑ: - "Σὲ διατάζω"! Μωρὲ τί μοῦ λὲς ἐκεῖ;
ΑΦΟΛΦΟΣ: - Τὸ ξέρεις πὼς εἶσαι γυναίκα μου;
ΘΕΚΛΑ: - Τὸ ξέρεις πὼς εἶσαι ἄντρας μου;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, ἀλλὰ δὲν εἶναι καθόλου τὸ ἴδιο πρᾶγμα.
ΘΕΚΛΑ: - Στ' ἀλήθεια, μοῦ μιλᾶς μ' ἕναν τόνο...Δὲν μ' ἀγάπησες ποτέ!
ΑΦΟΛΦΟΣ: - Ἀλήθεια;
ΘΕΚΛΑ: - Ναί, γιατί ἀγαπῶ σημαίνει δίνω.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἀγαπῶ, γιὰ τὸν ἄντρα σημαίνει δίνω, γιὰ τὴν γυναίκα, παίρνω. Καὶ
γὼ σοῦ ἔδωσα, σοῦ ἔδωσα, σοῦ ἔδωσα.
ΘΕΚΛΑ: - Ὤ! Καὶ τί μοῦ ἔδωσες;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὰ πᾶντα.
ΘΕΚΛΑ: - Τὰ παραλές. Μὰ κι' ἄν παραδεχτοῦμε πὼς εἶναι ἀλήθεια, πῆρα ἐκεῖνο
ποὺ μοῦ πρόσφερες. Μήπως τώρα θὰ μοῦ φέρεις καὶ τὸν λογαριασμὸ τῶν δώρων
σου; Καὶ τάχα, τὸ ποὺ τὰ δέχτηκα, δὲν ἀποδεικνύει πὼς σ' ἀγαποῦσα; Μιὰ γυναίκα
δέχεται δῶρα μόνον ἀπὸ κεῖνον π' ἀγαπάει.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ἐκεῖνον π' ἀγαπάει, ναί, εἶναι ἡ σωστὴ ἔκφραση.Ἤμουν ὁ ἄντρας
ποὺ ἀγαποῦσες, ποτὲ δὲν ἤμουν σύζυγός σου.
ΘΕΚΛΑ: - Ἔ, ναί! Δὲν εἶναι πιὸ εὐχάριστο ἀπὸ τὸ νὰ χρησιμεύεις γιὰ πρόσχημα;
- Μά, ἄν ὁ ρόλος αὐτὸς δὲν σοῦ ταιριάζει, θὰ σοῦ δώσω τὴν ἀπόλυσή σου, δὲν θέλω
σύζυγο ἐγώ.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τό 'χω καταλάβει...Σὲ εἶδα τὸν τελευταῖο καιρὸ νὰ τὸ στρίβεις μπρο-
στά μου σὰν κλέφτρα, γιὰ νὰ πᾶς νὰ βρεῖς τοὺς φίλους σου καὶ νὰ λάμψεις μπροστά
τους μὲ δανεικὰ φτερά, μὲ τὰ κοσμήματα ποὺ βούτηξες ἀπὸ μένα. Τότε θέλησα νὰ
σοῦ θυμίσω τί χρωστοῦσες σὲ μένα. Καὶ ἔγινα ὁ ἀπεχθὴς πιστωτὴς ποὺ εὔχεται κανεὶς νὰ φύγει μακρυά του ὅσο γίνεται περισσότερο. Ἤθελες νὰ ἀκυρώσεις τοὺς λογαριασμούς μας καὶ γιὰ νὰ μὴ μεγαλώνεις τὸ χρέος σου ἀπέναντί μου, ἔπαψες νὰ βουτᾶς ἀπὸ τὴν κασετίνα μου, πῆγες καὶ βρῆκες ἄλλους ἆντρες! Ἔγινα σύζυγός σου, εἴτε τὸ θέλεις εἴτε ὄχι, ἐφόσον δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ ἀγαπημένος σου.
ΘΕΚΛΑ: (Παιγχνιδιάρικα). - Μὴ λὲς ἀνοησίες, κουτούτσικε.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πρόσεξέ με καλά: εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ φαντάζεσαι ὅτι στὸν κόσμο ὅλοι
εἶναι ἠλίθιοι, ἐκτὸς ἀπὸ σένα.
ΘΕΚΛΑ: - Πάντως λίγο-πολὺ ὅλοι αὐτὸ φαντάζονται.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Κι' ἀρχίζω νὰ ὑποψιάζομαι πὼς ὁ ἆλλος, ὁ πρῶτος ἄντρας σου, δὲν ἦταν μᾶλλον ἠλίθιος.
ΘΕΚΛΑ: - Ὤ, Θεέ μου! Μπὰς κι' ἀρχίζεις νὰ τὸν συμπαθεῖς;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Μάλιστα, περίπου.
ΘΕΚΛΑ: - Γιὰ ἰδέστε! Μήπως θά 'θελες νὰ τὸν γνωρίσεις κιόλας, νὰ τοῦ ἀνοίξεις τὴν
παραγεμισμένη σου καρδιά;...Γοητευτικὸ ταμπλώ! Ὡστόσο καὶ γὼ ἀρχίζω νὰ αἰσθά-
νομαι πὼς κάτι μὲ τραβάει κοντά του ἀπ' ὅταν ἔπαψα νὰ κάνω τὴ νταντά...
Ἐκεῖνος τουλάχιστον ἦταν ἄντρας μὲ τὰ ὅλα του, μόνο ποὺ εἶχε τὸ σφᾶλμα νὰ εἶναι
δικός μου...
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ὅπως βλέπεις...Μὰ μὴ φωνάζεις, θὰ μᾶς ἀκοῦνε.
ΘΕΚΛΑ: - Κι' ἔπειτα; Ἅν εἶναι νὰ μᾶς παίρνουνε γιὰ παντρεμένους;...
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ναί, ναί, ἀρχίζεις νὰ γουστάρεις τοὺς ἆντρες μὲ τὰ ὅλα τους καθὼς καὶ
τὰ ἁγνὰ παλληκαράκια...
ΘΕΚΛΑ: - Τὰ γοῦστα μου, ὅπως βλέπεις, δὲν ἔχουνε ὅρια καὶ ἡ καρδιά μου εἶναι διάπλατη γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, γιὰ μεγάλα καὶ μικρὰ, γιὰ ὡραῖα καὶ γιὰ ἄσχημα, γιὰ
νέα καὶ γιὰ γέρικα. Ἀγαπῶ τὸ σῦμπαν.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Ξέρεις τί σημαίνει αὐτό;
ΘΕΚΛΑ: - Ὄχι, δὲν ξέρω τίποτα. Σὲ μένα, ὅλα εἶναι συναίσθημα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἡλικία σου γίνεται αἰσθητή.
ΘΕΚΛΑ: - Πάλι τὰ ἴδια! Πρόσεξε καλά!
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Πρόσεξε ἐσύ!
ΘΕΚΛΑ: - Τί;
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Τὴν μαχαιριά.
ΘΕΚΛΑ: (κελαϊδιστά). - Ὁ ἀδελφούλης, δὲν παίζει μὲ πράγματα τόσο
ἐπικίνδυνα.
ΑΔΟΛΦΟΣ: - Δὲν παίζω πιά.
 ΘΕΚΛΑ. - Ἄ! Τὸ λὲς σοβαρά, ἐντελῶς σοβαρά! Πολὺ καλά! Θὰ σοῦ δείξω ἐγὼ
πὼς εἶσαι ἀπατημένος. Δηλαδὴ ὄχι, δὲν θὰ τὸ δεῖς ποτέ.Ὅλος ὁ κόσμος θὰ τό 'χει
τούμπανο, ἐξὸν ἀπὸ σένα. Μονάχα ὑποψίες θὰ ἔχεις, ἀμφιβολίες καὶ ποτὲ πιὰ δὲν
θὰ ἡσυχάσεις. Θὰ τὸ νιώθεις πὼς εἶσαι ρεντίκολο, σὲ κοροϊδεύουν, ὅμως ποτὲ δὲν
θά 'χεις στὰ χέρια σου τὶς ἀποδείξεις τῆς κακομοιριᾶς σου, ἕνας σύζυγος δὲν τὶς ἔχει ποτέ. Θὰ σοῦ δείξω ἐγώ.
ΑΦΟΛΦΟΣ. - Μὲ σιχαίνεσαι;
ΘΕΚΛΑ. - Ὄχι, δὲν σὲ σιχαίνομαι καὶ θαρρῶ πὼς ποτέ μου δὲν θὰ σὲ σιχαθῶ. Ἴσως γιατὶ εἶσαι παιδαρέλι.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Καλά, καλά, θυμᾶσαι ὅμως τὶς ὧρες ποὺ ἡ θύελλα περνοῦσε ἀπὸ
πάνω μας; Ἤσουν σὰν ἕνα παιδὶ βυζανιάρικο, οὔρλιαζες· καὶ γώ, ἔπρεπε νὰ σὲ
παίρνω στὰ γόνατά μου, νὰ σὲ φιλῶ στὰ μάγουλα, νὰ σὲ κοιμίζω. Ἐγὼ σὲ φρόντιζα, κεῖνον τὸν καιρό· νοιαζόμουνα μὴν τύχει καὶ βγεῖς ἔξω ἀχτένιστη, ἔστελνα τὰ παπούτσια σου στὸν τσαγκάρη, φρόντιζα νὰ ὑπάρχει κάτι φαγώσιμο στὴν κουζίνα.  Καθόμουν συνέχεια κοντά σου, σοῦ κρατοῦσα ὧρες καὶ ὧρες τὰ χέρια γιὰ νὰ μὴ  φοβᾶσαι, φοβόσουν ὅλους κι' ὅλα, δὲν εἶχες οὔτε ἕναν φίλο. Δὲν ἔνιωθες τότε νὰ σὲ συντρίβει ἡ κοινὴ γνώμη; Σοῦ μιλοῦσα γιὰ νὰ σοῦ δίνω κουράγιο· ἡ γλώσσα μου
στέγνωνε ἀπὸ τὸ λέγε-λέγε, τὸ κεφάλι μου πονοῦσε. Ἤθελα νὰ πιστεύω πὼς εἶμαι
δυνατός, νὰ πιστεύω στὸ αὔριο καὶ τελικὰ κατάφερα νὰ σοῦ μεταδώσω λίγη ζωή,
τότε ποὺ βρισκόσουν πεσμένη μπροστά μου σὰ νεκρή. Καὶ σὺ μὲ θαύμαζες. Ἔβλεπες σὲ μένα τὸν ἄντρα, ὄχι ἕναν ἀθλητὴ σὰν καὶ κεῖνον ποὺ παράτησες, ὅμως μιὰ
ψυχὴ ρωμαλέα, ἕναν μαγνητιστὴ ἱκανὸ νὰ μεταφέρει τὴ δύναμη τῶν νεύρων του
στὰ χαλαρά σου μπρᾶτσα, νὰ φορτίσει τὸν ἄδειο ἐγκέφαλό σου μὲ νέα ἐνέργεια.
Καὶ ὕστερα, σοῦ προμήθευσα φίλους, μιὰν ὁλόκληρη αὐλή. Ἐπικαλέστηκα τὴ φιλία τους γιὰ νὰ τοὺς πείσω νὰ σὲ θαυμάζουν, σ' ἔκανα βασίλισσά μου καὶ βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ μου. Σ' ἔβαλα στοὺς πιὸ ὡραίους μου πίνακες, περιτριγυρισμένη  ἀπὸ ραδαλὸ καὶ οὐρανὶ χρῶμα πάνω σὲ χρυσὸ φόντο καὶ δὲν ὑπῆρξε ἔκθεση ποὺ νὰ μὴν κατεῖχες ἐσὺ τὴν καλλίτερη θέση. Πότε ἤσουν ἡ Ἁγία Καικιλία καὶ πότε ἡ  Μαρία Στούαρτ, ἡ Κάριν Μονσντότερ ἤ ἡ Εὔα Μπράχε. Συγκέντρωσα τὸ κοινὸ ἐνδιαφέρον ἐπάνω σου, ἀνάγκασα τὸ πόπολο νὰ σὲ κοιτάζει μὲ θαμπωμένα μάτια,
τοῦ ἐπέβαλα τὸ πρόσωπό σου, ὥσπου ἦρθε ἡ μέρα καὶ ἡ συμπάθεια ποὺ θριαμβεύει πάνω στὸ κάθε τὶ κατέχτησε καὶ σένα - ὁπότε μποροῦσες πιὰ νὰ πετᾶς μὲ τὰ δικά σου φτερά. Ὅταν τελείωσα μ' ὅλην αὐτὴν τὴν προεργασία, ἡ δύναμή μου εἶχε
ἐξαντληθεῖ καὶ σωριάστηκα στὸ πάτωμα ἀπὸ τὴν κούραση. Ἤσουν ἕνα ἀσήκωτο
φορτίο. Ἀρρώστησα. Μά, ἡ ἀρρώστεια μου σὲ νευρίαζε, τώρα ποὺ ἐπιτέλους ἡ ζωὴ
ἄρχιζε νὰ σοῦ χαμογελᾶ. Ἔλεγα μέσα μου πότε-πότε πὼς κάποια κρυφὴ ἐπιθυμία
σ' ἔσπρωχνε νὰ ξεφορτωθεῖς τὸν πιστωτὴ, τὸν μάρτυρα. Ἡ ἀγάπη σου πῆρε σιγὰ-
σιγὰ τὸν χαρακτήρα μιᾶς συγκαταβατικῆς στοργῆς, ἔγινε ἀδελφικὴ ἀγάπη καὶ - μὴ
βρίσκοντας τίποτα καλλίτερο - ἔπρεπε ἐγὼ νὰ συνηθίζω νὰ εἶμαι ὁ "ἀδελφούλης". Ἡ
τρυφερότητά σου ἐξακολουθεῖ, αὐξάνεται μάλιστα, τροφοδοτεῖται ὅμως ἀπὸ τὸν οἶκτο, μέσα στὸν ὁποῖο βρίσκω καὶ μπόλικη περιφρόνηση, ἀκαταδεξιά, τώρα ποὺ τὸ
ταλέντο τὸ δικό μου ξέπεσε, ἐνῶ γιὰ σένα ὁ ἥλιος ἀνατέλει. Μά, τέλος πάντων, νά
ποὺ ἡ πηγὴ τώρα στερεύει, καὶ γὼ δὲν μπορῶ πιὰ νὰ τὴν τροφοδοτήσω ἤ μᾶλλον
τώρα ἐσὺ δὲν ξέρεις πῶς νὰ δείξεις ὅτι δὲν θέλεις πιὰ ν' ἀντλήσεις τίποτ' ἀπ' αὐτήν.
Καὶ βυθιζόμαστε κι' οἱ δυό μας. Καὶ σὺ θέλεις νὰ μπορεῖς νὰ κατηγορεῖς κάποιον,
σοῦ χρειάζεται ἕνας καινούργιος ὑπεύθυνος, γιατὶ σοῦ λείπει ἡ δύναμη νὰ σηκώσεις
τὸ βάρος τοῦ σφάλματός σου καὶ γὼ εἶμαι τὸ ἐξιλαστήριο θύμα ποὺ διάλεξες. Μονάχα ποὺ ὅταν μοῦ ἔκοψες τὰ γόνατα, δὲν σκέφτηκες πὼς ἀκρωτηρίαζες τὸν ἴδιο
τὸν ἑαυτό σου, πὼς μὲ τὰ χρόνια εἴχαμε γίνει δίδυμοι. Ἤμουν τὸ δέντρο καὶ ἤσουν
ἡ παραφυάδα, ἤθελες ὅμως νὰ διαχωρήσεις τὴν παραφυάδα ἀπὸ τὸ δέντρο προτοῦ
ἐκείνη ριζώσει. Καὶ δὲν μπόρεσες ν' ἀναπτυχθεῖς μόνη σου καὶ τὸ δέντρο, δὲν μποροῦσε νὰ ζήσει κι' αὐτὸ χωρὶς τὸ κλαδί του - ἔτσι πεθάναμε κι' οἱ δυό μας.
ΘΕΚΛΑ. - Κι' ὅλ' αὐτὰ γιὰ νὰ μοῦ πεῖς πὼς ἐσὺ ἔγραψες τὰ βιβλία μου;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὄχι, ἐσὺ τὸ λὲς αὐτό, γιὰ νὰ μὲ κατηγορήσεις ὕστερα ὅτι ψεύδομαι.
Δὲν ἐκφράστηκα τόσο χοντροκομμένα. Μιλῶ συνέχεια πέντε λεπτὰ γιὰ νὰ δώσω ὅλες τὶς ἀποχρώσεις, τὰ ἡμιτόνια καὶ τὶς μεταβάσεις· ἐσύ, ἐσύ, μονάχα μιὰ νότα γνωρίζεις ἀπὸ τὸ ὀργανέτο σου.
ΘΕΚΛΑ. - Ἡ περίληψη ὅλων αὐτῶν εἶναι πὼς ἐσὺ ἔγραψες τὰ βιβλία μου.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἔ, ὄχι, δὲν ὑπάρχει καμιὰ περίληψη, δὲν μπορεῖς νὰ ἀποδίδεις μιὰ
ὁλόκληρη συμφωνία σὲ μιὰ μονάχα νότα καὶ μ' ἕνα καὶ μόνο νούμερο ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ζωντανὸ καὶ ποικίλο. Δὲν εἶμαι τόσο κουτὸς νὰ λέω πὼς ἔγραψα τὰ βιβλία σου.
ΘΕΚΛΑ. - Καλά, τὸ σκέφτηκες ὅμως!
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Ἔξαλλος). - Δὲν τὸ σκέφτηκα.
ΘΕΚΛΑ. - Ναί, ἀλλὰ τὸ ἄθροισμα εἶναι...
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Δὲν ὑπάρχει ἄθροισμα ὅταν δὲν κάνεις τὴν πρόσθεση. Ὑπάρχει ἕνα
πηλίκον, ἕνας ἀτέλειωτος δεκαδικὸς ἀριθμός, ἄπειρος, ὅταν κάνεις μιὰ διαίρεση ποὺ
δὲν εἶναι ἀκριβής. Πρόσθεση δὲν ἔκανα ἐγὼ...
ΘΕΚΛΑ. - Ἐγώ, μπορῶ νὰ τὴν κάνω.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Γι' αὐτὸ εἶμαι βέβαιος, ὅμως ἐγὼ δὲν τὴν ἔκανα.
ΘΕΚΛΑ. - Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἤθελες νὰ τὴν κάνεις.
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Χωρὶς δύναμη, κλείνει τὰ μάτια). - Ὄχι, ὄχι, ὄχι, μὴ μου μιλᾶς ἆλλο. Θὰ πάθω προσβολή! Πᾶψε! ἄφησέ με μονάχο. Μὲ καταστρέφεις μὲ τὶς χοντροειδεῖς τσιμπίδες σου καὶ τὰ γαμψὰ νύχια σου βυθίζονται στὶς σκέψεις μου καὶ τὶς ξεσκίζουν. (Χάνει τὶς αἰσθήσεις του, κοιτάζει καρφωτὰ μπροστά του).
ΘΕΚΛΑ. (Μὲ γλυκύτητα) - Τὶ ἔχεις; Εἶσαι ἄρρωστος; Ἀδόλφε; (Ἐκεῖνος σφαδάζει). - Ἀδόλφε! (Ἐκεῖνος τινάζει τὸ κεφάλι του). - Ἀδόλφε!
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ναί!
ΘΕΚΛΑ. - Ὁμολογεῖς πὼς ἤσουν ἄδικος μαζύ μου, πρὶν λίγο;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ναί, ναί, ναί, ναί, ὁμολογῶ.
ΘΕΚΛΑ. - Καὶ μοῦ ζητᾶς συγγνώμη;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ναί, ναί, ναί, σοῦ ζητῶ συγγνώμη! Μὰ μὴ μοῦ μιλᾶς.
 ΘΕΚΛΑ. - Τώρα νὰ βγεῖς νὰ πάρεις λίγον ἀέρα, πρὶν τὸ φαγητό.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ναί, ἔχω μεγάλη ἀνάγκη...Ὕστερα, θὰ φτιάξουμε τὶς βαλίτσες μας καὶ θὰ φύγουμε.
ΘΕΚΛΑ. - Ὄχι.
ΑΔΟΛΦΟΣ. (Σηκώνεται). - Γιατί; Ἔχεις κανέναν λόγο;
ΘΕΚΛΑ. - Ὁ λόγος εἶναι πὼς ὑποσχέθηκα νὰ παρευρεθῶ σὲ μιὰν ἑσπερίδα μετὰ τὸ φαγητό.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἄ, καλά, αὐτὸ εἶναι!
ΘΕΚΛΑ. - Αὐτό. Καὶ ὑποσχέθηκα νὰ πάω.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὑποσχέθηκες! Εἶπες ἴσως ὅτι σκεφτόσουν νὰ πᾶς, πρᾶγμα
ποὺ δὲν σ' ἐμποδίζει νὰ πεῖς τώρα πὼς σκέφτεσαι νὰ μὴν πᾶς.
ΘΕΚΛΑ. - Ὄχι, ἐγὼ δὲν εἶμαι σὰν καὶ σένα, ὅ,τι λέω δὲν τὸ ξελέω.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὅταν ὑποσχόμαστε, πρέπει νὰ κρατᾶμε τὸ λόγο μας, ὅμως
αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς πρέπει νὰ δενόμαστε μὲ κάθε λέξη ποὺ λέμε. Μήπως σὲ ἀνάγκασε κάποιος νὰ ὑποσχεθεῖς πὼς θὰ πᾶς;
ΘΕΚΛΑ. - Ναί.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ὡραῖα, ζήτησέ του νὰ σ' ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσή σου
ἐπειδὴ ὁ σύζυγός σου εἶναι ἄρρωστος.
ΘΕΚΛΑ. - Ὄχι, δὲν θέλω καὶ δὲν εἶσαι τόσο ἄρρωστος ποὺ νὰ μὴ μπορεῖς
νά 'ρθεις καὶ σύ.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Γιατὶ πᾶντα θέλεις νὰ σὲ συνοδεύω; Μήπως αἰσθάνεσαι πιὸ
ἥσυχη ὅταν εἶμαι παρών;
ΘΕΚΛΑ. - Δὲν καταλαβαίνω τὶ θέλεις νὰ πεῖς.
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Αὐτὸ μοῦ ἀποκρίνεσαι πάντα ὅταν ξέρεις πὼς ἐκεῖνο ποὺ θέ-
λω νὰ πῶ δὲν σοῦ εἶναι εὐχάριστο.
ΘΕΚΛΑ. - Ἄ, μπά! Καὶ τί 'ν' αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ μ' ἄρεσε αὐτὴ τὴ στιγμή;
ΑΔΟΛΦΟΣ. - Ἀρκετά, ἀρκετά, μὴν ξαναρχίζεις, ὤ ρεβουάρ. Καὶ σκέψου
τί πᾶς νὰ κάνεις. (Βγαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα στὸ βάθος καὶ στρίβει δεξιά. Ἡ Θέκλα μέ-
νει μόνη).



ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
(...Ἀμέσως μετά, μπαίνει ὁ Γουσταῦος. Πάει κατ' εὐθείαν στὸ τραπέζι νὰ πάρει ἐφημερίδα, κάνει πὼς δὲν βλέπει τὴν Θέκλα).
ΘΕΚΛΑ. (Κάνει κάποιαν ἀντίδραση ἀλλὰ κυριαρχεῖται). - Ἐσύ;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, ἐγὼ...Συγγνώμη.
ΘΕΚΛΑ. - Ἀπὸ ποῦ ἦρθες;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἀπὸ τὸν δρόμο! Μά, δὲν θὰ μείνω ἐδῶ, ἐφόσον...
ΘΕΚΛΑ. - Μά, ὄχι, μεῖνε! Χμ! Πάει τόσος καιρός!...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τόσος καιρός.
ΘΕΚΛΑ. - Ἔχεις ἀλλάξει πολύ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ σύ, εἶσαι γοητευτικὴ ὅπως ἄλλοτε: θά 'λεγα μοιάζεις
πιὸ νέα. Ὅμως, συγχώρεσέ με, δὲν θέλω νὰ φαρμακώσω τὴν εὐτυχία σου
μὲ τὴν παρουσία μου! Ἄν ἤξερα πὼς εἶσαι δῶ, ποτὲ δὲν θὰ...
ΘΕΚΛΑ. - Καὶ γώ, σοῦ ζητῶ νὰ μείνεις...ἐκτὸς ἄν τὸ βρίσκεις ἄτοπο...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἀπὸ δικῆς μου πλευρᾶς, καμιὰ ἀντίρρηση, θαρρῶ ὅμως...
Ἄχ, ὅ,τι κι' ἄν πῶ, θὰ σὲ πληγώσω, σίγουρα!
ΘΕΚΛΑ. - Κάθισε μιὰ στιγμή· ὄχι, δὲν μὲ πληγώνεις καθόλου. Δὲν ἔχεις
πᾶντα τὸ σπάνιο προσὸν νὰ εἶσαι ἄνθρωπος μὲ τάκτ, μὲ εὐγένεια;...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Εἶσαι πολὺ καλή. Μά, τίποτα δὲν μᾶς λέει ὅτι καὶ ὁ...σύζυγός σου θὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιεικὴς μὲ τὰ προσόντα μου.
ΘΕΚΛΑ. - Κάθε ἆλλο, μόλις τώρα μοῦ μιλοῦσε γιὰ σένα μὲ πολλὴ συμπάθεια.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, ὅλα σβήνουν μὲ τὸν καιρό, ὅπως ὅταν γράφεις τ' ὄνομά σου πάνω σ' ἕνα δέντρο. Ἀκόμα καὶ τὸ μίσος δὲν διαρκεῖ μέσα στὰ πνεύματα.
ΘΕΚΛΑ. - Πῶς νὰ εἶχε μίσος γιὰ σένα ἀφοῦ δὲν σὲ εἶδε ποτέ; Ἐγὼ ὀνειρευόμουν πάντοτε νὰ σᾶς δῶ γιὰ μιὰ στιγμὴ φίλους ἤ τουλάχιστον νὰ συναντηθεῖτε κάποια μέρα μπροστά μου, νὰ σφίξετε τὰ χέρια καὶ ν' ἀποχωριστεῖτε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Κι' ἐγὼ ἄλλωστε ἔτρεφα ἀνέκαθεν τὴν κρυφὴ ἐπιθυμία νὰ
δῶ ἐκείνην π' ἀγαποῦσα περισσότερο κι' ἀπὸ τὴν ζωή μου...μ' ἕναν σύζυγο ἀληθινὰ καλό. Χωρὶς ἀμφιβολία ἔχω ἀκούσει πολλὰ καλὰ γι' αὐτόν, γνωρίζω  τὰ ἔργα του, ὅμως θά 'θελα καὶ γώ, προτοῦ γεράσω, νὰ τοῦ σφίξω τὸ χέρι, νὰ τὸν κοιτάξω μὲς τὰ μάτια, νὰ τοῦ ζητήσω νὰ φροντίζει καλὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ  ἡ θεία Πρόνοια ἔβαλε στὰ χέρια του. Ἔτσι, θὰ ἔσβηνε τὸ ἄθελο μίσος ποὺ
μπορεῖ νὰ ἔχω στὴν καρδιά μου καὶ θὰ πραγματοποιόταν ἡ εὐχή μου νὰ ξαναβρῶ τελικὰ στὴ θλιβερὴ ζωή μου τὴ γαλήνη καὶ τὴν ταπεινότητα τῆς καρδιᾶς.
ΘΕΚΛΑ. - Εἶπες ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ σκεφτόμουν καὶ γὼ νὰ πῶ. Μὲ καταλα-βαίνεις. Σ' εὐχαριστῶ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἄ! Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς σημασία. Παραήμουν ἀσήμαντος γιὰ νὰ σὲ προστατεύω. Ἡ μονότονη ζωή μου, τὰ μεροδούλια μου, ὁ στενὸς κῦκλος ὅπου ζοῦσα δὲν μποροῦσαν νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν ἀχόρταγη ψυχή σου γιὰ ἐλευθερία. Τὸ ξέρω. Μά, καταλαβαίνεις - ἐσὺ ποὺ ἐξερεύνησες τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ - τί μοῦ στοίχισε ἐμένα νὰ κάνω τούτη τὴν εὐχή.
ΘΕΚΛΑ. - Ὑπάρχει εὐγένεια, μεγαλεῖο, στὸ ν' ἀναγνωρίζει κανένας τὶς ἀδυναμίες του· πολὺ λίγοι εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ κάνουν. (Ἀναστενάζει). - Ὅμως  πᾶντα ἐσὺ ἤσουν ἄνθρωπος τίμιος, πιστός, ἄξιος ἐμπιστοσύνης...σ' ἐκτιμοῦσα...ἀλλὰ...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὄχι, δὲν ἤμουνα τίποτ' ἀπ' ὅλ' αὐτά, δὲν ἤμουνα ἀκόμα
τότε. Ὅμως ἡ δυστυχία μᾶς ἐξαγνίζει, τὸ μαράζι μᾶς ἐξευγενίζει καὶ γὼ...ὑπόφερα.
ΘΕΚΛΑ. - Φτωχέ μου Γουσταῦε! Μπορεῖς νὰ μὲ συγχωρήσεις; Πές μου, μπορεῖς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Νὰ σὲ συγχωρήσω; Γιὰ τί πρᾶγμα; Ἐγὼ πρέπει νὰ σοῦ ζη-

τήσω συγγνώμη.
ΘΕΚΛΑ. (Σὲ ἆλλον τόνο). - Φαίνεται πὼς θὰ κλάψουμε κι' οἱ δυό μας - σὰν
δυὸ γεροντάκια...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Ἀλλάζει τόνο μὲ προφύλαξη). - Δυὸ γεροντάκια! Ναί, ἐγὼ εἶμαι
γέρος, ὅμως ἐσὺ δὲν παύεις νὰ ξανανιώνεις. (Κάθεται χωρὶς νὰ ἑλκύει τὴν προσοχὴ
στὴν καρέκλα ἀριστερά, ἡ Θάλεια στὴ σαίζ-λόνγκ).

ΘΕΚΛΑ. - Βρίσκεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ πῶς ξέρεις καὶ ντύνεσαι!
ΘΕΚΛΑ. - Σὲ σένα τὸ χρωστῶ! Θυμᾶσαι ποὺ ἐσὺ βρῆκες ποιά χρώματα μοῦ
πηγαίνουν;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὄχι.
ΘΕΚΛΑ. - Μά, βέβαια! Δὲν τὸ θυμᾶσαι; Χμ...Θυμᾶμαι, ἔφτανες στὸ σημεῖο
νὰ ἐξαγριώνεσαι ἄν κάποια μέρα δὲν εἶχα πάνω μου κάτι κόκκινο σὰν παπαρούνα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲν ἐξαγριονόμουν, ποτὲ δὲν ἀγρίεψα μαζύ σου.
ΘΕΚΛΑ. - Ἔλα τώρα! Καὶ ὅταν μοῦ μάθαινες πῶς νὰ σκέφτομαι; αὐτὸ δὲν
τὸ θυμᾶσαι; - γιατὶ βέβαια ἤμουν ὁλότελα ἀνίκανη νὰ σκεφτῶ...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲν εἶναι ἀλήθεια, ἤσουν ἱκανὴ νὰ σκέφτεσαι! Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἱκανοὶ νὰ σκέφτονται. Καὶ τώρα δείχνεις μοναδικὴ ὀξύτητα σκέψεων, τουλάχιστον στὰ βιβλία σου.
ΘΕΚΛΑ. (Ἐνοχλημένη, μιλᾶ γρήγορα). - Ναί, ἀκριβέ μου Γουσταῦο. Ὅπως κι'
ἄν ἔχει τὸ πρᾶγμα, πραγματικὰ εἶμαι εὐτυχισμένη ποὺ σὲ ξαναβλέπω καὶ σὲ
συνθῆκες τόσο γαλήνιες.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὤ! Δὲν μ' ἄρεσε ποτὲ νὰ κάνω ἱστορίες... Δὲν ἤσουν πᾶντα
πολὺ ἥσυχη μαζύ μου;
ΘΕΚΛΑ. - Ναί, ναί, κάτι παραπάνω μάλιστα.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Πῶς!... Καὶ γὼ ποὺ νόμιζα ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελες... Αὐτὸ
ἄλλωστε θὰ νόμιζε κι' ὁ καθένας τὸν καιρὸ ποὺ ἤμασταν ἀρραβωνιασμένοι.
ΘΕΚΛΑ. - Ἄχ! Σάμπως ξέρουμε ποτὲ τί θέλουμε κάθε στιγμή; Κι' ἡ μητέρα
μου, μοῦ ἔκανε συστάσεις, νὰ δείχνω ὅσο γίνεται πιὸ βολικιά...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Πάντως τώρα ἔχεις ἕναν ἐντελῶς ἆλλον ἀέρα! Ἡ καλλιτεχνικὴ ζωὴ ἔχει κάτι πικάντικο καὶ μποέμικο κι' ὁ ἄντρας σου δὲν μοιάζει γιὰ πολὺ κοιμισμένος.
ΘΕΚΛΑ. - Πάντως βαριέται κανένας καὶ τὶς τελειότητες.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Ἀλλάζοντας θέμα). - Ὤ! Μοῦ φαίνεται πὼς ἀκόμα φορᾶς τὰ
σκουλαρήκια ποὺ σοῦ χάρισα...
ΘΕΚΛΑ. (Ἐνοχλημένη). - Γιατί νὰ μὴν τὰ φορῶ; Δὲν ὑπήρξαμε ποτέ μας ἐχθροί.
Νόμιζα πὼς φορῶντας τα, θὰ ἦταν μιὰ ἀπόδειξη καὶ μιὰ ἀνάμνηση - ἀπόδειξη
πὼς δὲν τσακωθήκαμε. Κι' ἐξάλλου, ξέρεις πὼς δὲν βρίσκονται πιὰ ἆλλα σὰν
αὐτὰ στὸ ἐμπόριο; (Βγάζει ἕνα σκουλαρῆκι).
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, ὅλ' αὐτὰ εἶναι ὡραῖα καὶ καλά, ὅμως τί λέει ὁ ἄντρας σου;
ΘΕΚΛΑ. - Μπὰς καὶ μ' ἀπασχολεῖ τὸ τί λέει ἐκεῖνος;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲν σ' ἀπασχολεῖ! Μά, αὐτὸ εἶναι δυσάρεστο γιὰ κεῖνον, τὸν
κάνει νὰ φαίνεται γελοῖος.
ΘΕΚΛΑ. (Γρήγορα, σὰ νὰ τὸ λέει κατὰ μέρος). - Λὲς καὶ δὲν εἶναι ἔτσι κι' ἀλλοιῶς.
 ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Βλέπει ὅτι ἡ Θέκλα δὲν κατορθώνει νὰ ξαναβάλει τὸ σκουλαρῆκι της· σηκώνεται). - Νὰ σὲ βοηθήσω;
ΘΕΚΛΑ. - Ναί, εὐχαριστῶ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Τὸ μαγκώνει στὸ ἀφτί της). Τὸ ἀφτάκι σου! Σκέψου, λέει,
νὰ μᾶς ἔβλεπε ὁ ἄντρας σου αὐτὴ τὴ στιγμή!
ΘΕΚΛΑ. - Μάλιστα, ὁποία συναυλία δακρύων!!!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δηλαδὴ ζηλεύει;
ΘΕΚΛΑ. - Ἄν ζηλεύει, λέει; Καὶ πῶς!
(Μεγάλος θόρυβος στὸ δεξιὸ δωμάτιο).
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μά, ποιός μένει ἐκεῖ μέσα;
ΘΕΚΛΑ. - Δὲν ξέρω...Λοιπόν, γιὰ πές μου, ποῦ βρίσκεσαι τώρα, τί κάνεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Πές μου καλλίτερα ἐσύ. (Ἡ Θέκλα, σὲ δύσκολη κατάσταση,
σηκώνει μηχανικὰ τὸ σκέπασμα τοῦ ἀγάλματος).
- Ὄχι; Μά, ποιά εἶν' αὐτή; Ἔ;
Ἐσύ;
ΘΕΚΛΑ. - Δὲ νομίζω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Σοῦ μοιάσει πάντως.
ΘΕΚΛΑ. (Κυνική). - Βρίσκεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τώρα μοῦ θύμησες τὸ ἀνέκδοτο: Πῶς ἡ Μεγαλειότης Σας
ἀντελήφθη τοιοῦτον τί;!
ΘΕΚΛΑ. (Ξεσπάει σὲ γέλοια). - Πᾶντα γοῦστο ἔχεις ἐσύ! Ξέρεις τίποτα νέα ἀνέκδοτα;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἄ, μπά! Σὺ ὅμως σίγουρα θὰ ξέρεις.
ΘΕΚΛΑ. - Τώρα πιά, δὲν ἀκούω ἔξυπνα ἀνέκδοτα πουθενά.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Εἶναι ντροπαλός;
ΘΕΚΛΑ. - Ὤ, ναί. Μὲ τὰ λόγια.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἀλλοιῶς, ὄχι;
ΘΕΚΛΑ. - Εἶναι τόσο ἄρρωστος τώρα!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τὸν φουκαρά! Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ ἀδελφούλης μας νὰ χώνει
τὴ μύτη του σὲ ξένη σφηκοφωληά;
ΘΕΚΛΑ. (Γελᾶ). - Πᾶντα τρελλούτσικος θὰ εἶσαι σύ!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μείναμε σὲ τοῦτο τὸ δωμάτιο ὅταν ἤμασταν νιόπαντροι...
- θυμᾶσαι; Ἦταν ἐπιπλωμένο διαφορετικά. Ἐδῶ εἶχε ἕνα γραφεῖο, κοντὰ στὴν
κολώνα, καὶ τὸ κρεβάτι βρισκόταν ἐκεῖ.
ΘΕΚΛΑ. - Σούτ!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Κοίταξέ με!
ΘΕΚΛΑ - Καὶ βέβαια, γιατί ὄχι;
(Κοιτάζονται).
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Πιστεύεις ὅτι ξεχνιέται κάτι ποὺ μᾶς ἄφησε τόσην ἐντύπωση;
ΘΕΚΛΑ. - Ὄχι! Καὶ ἡ δύναμη τῶν ἀναμνήσεων εἶναι μεγάλη. Προπαντὸς ὅταν
εἶναι ἀναμνήσεις τῆς νειότης.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Θυμᾶσαι τὴν πρώτη φορὰ ποὺ σὲ εἶδα; Ἤσουν ἕνα κοριτσόπου-
λο, χαριτωμένο, μιὰ μικρὴ πλάκα ποὺ πάνω της, οἱ γονεῖς σου καὶ ἡ γκουβερνάν-
τα σου εἶχαν κακογράψει κάτι ὀρνιθοσκαλίσματα, ποὺ ἐγὼ ὅμως πῆρα τὸ σφουγγάρι καὶ τὰ ἔσβησα. Καὶ πάνω στὴν πλάκα ἔγραψα κάποια ἄλλα κείμενα, σύμφωνα μὲ τὶς δικές μου ἰδέες, ὥς τὴν ἡμέρα ποὺ κατάλαβες ὅτι εἶχα γεμίσει ὅλη τὴνπλάκα. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο, βλέπεις, δὲν θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι στὴ θέση τοῦ ἄντρα σου - τέλος πάντων, δικός του λογαριασμός - ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο πάλι λόγο εἶναι ἡδονικὸ ποὺ σὲ ξαναβλέπω. Οἱ δυὸ σκέψεις μας πᾶνε νὰ συναντήσουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Ὅταν κουβεντιάζω ἐδῶ μαζύ σου, ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ξαναβρίσκω κάποιο παληὸ
κρασὶ ποὺ ὁ ἴδιος τὸ εἶχα μποτιλιάρει! Εἶναι πράγματι τὸ δικό μου κρασί, μόνο ποὺ
πῆρε σήμερα καὶ ἄρωμα. Καὶ τώρα, γιὰ νὰ ξαναπαντρευτῶ, διάλεξα ἐπίτηδες μιὰ
νέα κοπέλλα γιὰ νὰ τὴν διαμορφώσω ὅπως μ' ἀρέσει, ἐπειδὴ, βλέπεις, ἡ γυναίκα
εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ ἄντρα, εἰδαλολιῶς ὁ ἄντρας γίνεται τὸ παιδὶ τῆς γυναίκας καὶ τότε ὁ κόσμος γύρισε πάνω-κάτω.
ΘΕΚΛΑ. - Θὰ ξαναπαντρευτεῖς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, θέλω νὰ δοκιμάσω ξανὰ τὴν τύχη μου, πάντως αὐτὴ τὴ φορὰ
θὰ σφίξω καλλίτερα τὰ λουριὰ τοῦ ζευγᾶ, γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε παρατράγουδα.
ΘΕΚΛΑ. - Εἶναι ὄμορφη;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Γιὰ τὰ δικά μου γοῦστα, ναί! Μά, μπορεῖ νὰ εἶμαι καὶ πολὺ γέρος!
Καί, δὲς τί παράξενο, τώρα ποὺ ἡ τύχη μοῦ ἐπέτρεψε νὰ σὲ ξαναδῶ, ἀναρωτιέμαι
ἄν εἶναι δυνατὸ νὰ ξαναρχίσω τὸ ἴδιο παιγχνίδι.
ΘΕΚΛΑ. - Τὶ θέλεις νὰ πεῖς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: - Οἱ ρίζες μου, τὸ αἰσθάνομαι, βυθίζονται ἀκόμα μὲς τὸ εἶναι σου καὶ
οἱ παληὲς πληγὲς ξανανοίγουν. Εἶσαι γυναίκα ἐπικίνδυνη, Θέκλα.
ΘΕΚΛΑ. - Μπά! Ὅσο γιὰ τὸ νεαρὸ σύζυγό μου, δηλώνει πὼς δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ἔχω
κατακτήσεις!...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔπαψε νὰ σ' ἀγαπάει.
ΘΕΚΛΑ. - Τί ἐννοεῖ ἐκεῖνος μὲ τὸ σ' ἀγαπῶ του, δὲν τὸ ξερω καὶ θά 'θελα νὰ τὸ μάθω.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Παίξατε τὸ κρυφτοῦλι τόσον καιρὸ ὥστε τώρα πιὰ δὲν μπορεῖτε νὰ
ξαναβρεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἆλλο. Κάτι ποὺ συμβαίνει. Ἔπαιξες γιὰ σένα τόσο τὴν ἀθώα,
ὥστε ἐκεῖνος δὲν τολμάει νὰ κάνει τίποτα. Ναί, καθὼς βλέπεις, εἶναι πολλὰ τὰ δυσάρεστα ποὺ πρέπει ν' ἀλλάξουν. Πολλὰ δυσάρεστα.
ΘΕΚΛΑ. - Μὲ κατακρίνεις...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Κάθε ἆλλο! Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει ἔπρεπε ἀπαραίτητα νὰ συμβεῖ· ἄν
δὲν εἶχε συμβεῖ, θὰ ἦταν κάτι ἄλλο, ὅμως ἔχει συμβεῖ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τίποτ' ἄλλο.
ΘΕΚΛΑ. - Εἶσαι ἄνθρωπος καλλιεργημένος, σίγουρα. Καὶ δὲν ἔχω βρεῖ κανέναν ἆλλον νὰ μ' ἀρέσει ν' ἀνταλλάζω ἰδέες μαζύ του. Δὲν σκέφτεσαι νὰ ἠθικολογήσεις οὔτε καὶ νὰ κάνεις κηρύγματα, ἀπαιτεῖς δὲ τόσα λίγα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς ἐλεύθερα μαζύ σου. Ξέρεις ὅτι ζηλεύω τὴ μέλλουσα γυναίκα σου;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ σύ, ξέρεις ὅτι ζηλεύω τὸν ἄντρα σου;
ΘΕΚΛΑ. (Σηκώνεται). - Τώρα, πρέπει νὰ ἀποχωριστοῦμε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, πρέπει ν' ἀποχωριστοῦμε. Μά, ὄχι, χωρὶς νὰ γιορτάσουμε τὸν
ἀποχαιρετισμό μας.
ΘΕΚΛΑ. (Ἀνήσυχη). - Μή!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Τὴν ἀκολουθεῖ). - Ναί, θὰ γιορτάσουμε τὸν ἀποχαιρετισμό μας! Θὰ πνίξουμε τὶς ἀναμνήσεις μας σὲ μιὰ μέθη τόσο βαρειὰ ποὺ ὅταν ξυπνήσουμε θὰ ἔχουμε χάσει κάθε μνήμη... Ὑπάρχει τέτοιο μεθύσι, σὲ βεβαιώνω. (Τὴν πιάνει γύρ' ἀπὸ τὴ μέση). - Σ' ἔχει ξαναφέρει στὴ γῆ ἕνα ἀρρωστημένο πνεῦμα ποὺ σοῦ μεταδίδει τὴν ἀδυναμία του. Θὰ σοῦ ἐμφυσήσω καινούργια ζωὴ καὶ θὰ κάνω νὰ ξανανθίσει τὸ τελέντο σου σὰν φθινοπωρινὸ τριαντάφυλλο. Θὰ σοῦ...

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ.
(Δυὸ κυρίες μὲ ἐκδρομικὰ ροῦχα φαίνονται στὴν πόρτα τῆς βεράντας· ἔκπληκτες, δείχνουν τὸ ζευγάρι μὲ τὸ δάχτυλο, βάζουν τὰ γέλοια καὶ ἀπομακρύνονται).

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.
ΘΕΚΛΑ. (Τραβιέται). - Ποιός ἦταν;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Κάτι τουρίστες.
ΘΕΚΛΑ. - Ἄφησέ με, σὲ φοβᾶμαι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Γιατί;
ΘΕΚΛΑ. - Μοῦ παίρνεις τὴν ψυχή.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καὶ σοῦ δίνω τὴ δική μου σ' ἀντάλλαγμα. Ἄλλωστε, ἐσὺ δὲν ἔχεις
ψυχή. Εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνον μιὰ ψευδαίσθηση.
ΘΕΚΛΑ. - Ἔχεις ἕναν τρόπο νὰ λὲς τὶς αὐθάδειές σου!... Δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ σοῦ
κρατήσει κακία.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἀσφαλῶς. Ξεχνᾶς πὼς ἔχω τὰ πρῶτα δικαιώματα; Λοιπόν, ποῦ; Καὶ
πότε;

ΘΕΚΛΑ. - Μή! Λυπήσου τον! Σίγουρα μ' ἀγαπάει ἀκόμα καὶ δὲν θέλω νὰ τὸν
κάνω νὰ ὑποφέρει.
ΓΟΥΣΤΑΟΣ. - Δὲν σ' ἀγαπάει! Θέλεις ἀποδείξεις;
ΘΕΚΛΑ. - Πῶς μπορεῖς νὰ τὶς δώσεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ: (μαζεύει ἀπὸ χάμω τὰ κομμάτια τῆς φωτογραφίας). - Ὁρίστε, δές.
ΘΕΚΛΑ. - Ὤ! Τί ντροπή!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μπορεῖς νὰ τὸ δεῖς μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια. Λοιπόν, πότε;...
Καὶ ποῦ;
ΘΕΚΛΑ. - Τὸν ἄθλιο τὸν ψεύτη!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Πότε;
ΘΕΚΛΑ. - Φεύγει ἀπόψε μὲ τὸ πλοῖο τῶν ὀκτώ!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Λοιπόν;...
ΘΕΚΛΑ: - Στὶς ἐννιά. (Μεγάλος πάταγος στὸ δεξὶ δωμάτιο). - Μὰ ποιός τέλος πάντων βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸ δωμάτιο καὶ κάνει τόσο θόρυβο;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Πάει καὶ βλέπει ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα). - Βλέπω ἕνα ἀναποδογυρισμένο τραπεζάκι καὶ μιὰ σπασμένη καράφα στὸ πάτωμα. Τίποτ' ἆλλο. Σίγουρα  ἔχουνε κλείσει μέσα κανένα σκυλί. Λοιπόν, στὶς ἐννιά;
ΘΕΚΛΑ. - Ἔγινε! Καὶ τὸ κρίμα νά 'ναι δικό του! Φανταζεσαι μιὰ τέτοια ὑποκρισία, προπαντὸς ἀπὸ ἕνα πλᾶσμα ποὺ ἔκανε κήρυγμα εἰλικρίνειας καὶ μοῦ ἔκανε
μαθήματα νὰ μὴ λέω ψέματα; Μά, γιὰ στάσου! Πῶς ἦρθαν ἔτσι τὰ πράγματα;
Μὲ ὑποδέχτηκε σχεδὸν ψυχρά. Δὲν ἦρθε στὴν προκυμαία.Ὕστερα μοῦ μίλησε
γιὰ τοὺς νεαροὺς ποὺ βρῆκα στὸ καράβι - κουβέντα ποὺ προσποιήθηκα πὼς δὲν
τὴν καταλάβαινα. Κι' ἐξάλλου, πῶς μποροῦσε ἐκεῖνος νὰ τὸ ξέρει; Στάσου...Ὕστερα, βάλθηκε νὰ φιλολογεῖ γιὰ τὴ γυναίκα, μίλησε γιὰ σένα σὰ νὰ ἤσουν βρυκόλακας, τέλος εἶπε πὼς ἤθελε νὰ γίνει γλύπτης ἐπειδὴ ἡ γλυπτικὴ εἶναι, λέει, ἡ τέχνη τοῦ μέλλοντος - ἀκριβῶς ὅπως ἔλεγες καὶ σὺ ἄλλοτε.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μὴ μοῦ τὸ λές!
ΘΕΚΛΑ. - Μὴ μοῦ τὸ λές; Ἄχ, τώρα καταλαβαίνω! Ἀρχίζω νὰ βλέπω τὶ ἄθλιος
κι' ἀχρεῖος εἶσαι!Ἦρθες ἐδῶ καὶ τὸν ξέσχισες μὲ τ' ἀγριόνυχά σου. Ἐσὺ κάθησες
στὴ σαὶζ-λόνγκ. Ἐσὺ ἔκανες τὸν ἄντρα μου νὰ πιστέψει πὼς εἶναι ἐπιληπτικὸς, πὼς
πρέπει νὰ μείνει ἐγκρατὴς γιὰ καιρό, νὰ φερθεῖ σὰν ἄντρας καὶ νὰ ἐπαναστατήσει
ἐνάντια στὴ γυναίκα του. Ναί, ἐσύ! Ἀπὸ πότε εἶσαι δῶ;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὀχτὼ μέρες!
ΘΕΚΛΑ. - Δηλαδή, ἐσένα εἶχα δεῖ στὸ πλοῖο;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἐμένα.
ΘΕΚΛΑ. - Καὶ θάρρεψες πὼς θὰ μὲ ξανακερδίσεις;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τὸ πέτυχα κιόλας.
ΘΕΚΛΑ. - Ὄχι ἀκόμα!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Οὔ! καλὰ εἶσαι!
ΘΕΚΛΑ. - Ἦρθες σὰν λύκος κοντὰ στὸ φτωχό μου πρόβατο. Ἦρθες μὲ τὸ πρόστυχο σχέδιο νὰ καταστρέψεις τὴν εὐτυχία μου καὶ τὰ κατάφερες τέλεια ὥς τὴ στιγμὴ  ὅμως ποὺ ἐγὼ εἶδα ξεκάθαρα...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως τὰ λές. Ὁρίστε τί συνέβη στ' ἀλήθεια.
Τὴ δυστυχία σας, ἀσφαλῶς τὴν ἐπιθυμοῦσα κρυφά. Ὡστόσο, δὲν ἤμουν περίπου σίγουρος πὼς δὲν θὰ μποροῦσα ν' ἀνακατευτῶ στὰ δικά σας. Ἄλλωστε, εἶχα τόσα πράγματα νὰ ταχτοποιήσω καὶ δὲν μοῦ ἔμενε καιρὸς νὰ καταστρώνω σχέδια. Ὅμως, ἀφοῦ ἔτυχε νὰ βρεθῶ σὲ περίπατο, ἔτσι ἄσκοπα, καὶ νὰ σὲ δῶ, τυχαῖα πᾶντα, μὲ τοὺς νεαροὺς στὸ καράβι, σκέφτηκα πὼς ἦταν καιρὸς νὰ δῶ λιγάκι τί γίνεστε.Ἦρθα ἐδῶ καὶ τὸ φτωχό πρόβατό σου ἔπεσε μεμιᾶς κάτω ἀπ' τὸ ποδάρι τοῦ λύκου. Κέρδισα τὴ συμπάθειά του προκαλῶντας μέσα του ἀντανακλαστικὰ ποὺ δὲν θὰ ἔχω τὸ θράσος νὰ σοῦ
τὰ ἀναφέρω. Στὴν ἀρχὴ ἔνιωσα οἶκτο γι' αὐτόν, ἐπειδὴ βρισκότανε στὴν ἴδια κατάσταση μὲ μένα, πρὶν κάμποσα χρόνια. Μά, τόλμησε τότε νὰ σκαλίσει τὴν παληὰ πληγή
μου - μὲ τὸ βιβλίο σου, ξέρεις!...καὶ μὲ τὸν ἠλίθιο...Τότε μὲ κυρίεψε ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν
συντρίψω, νὰ τὸν κάνω κομματάκια καὶ ὕστερα νὰ τ' ἀνακατέψω ἔτσι ποὺ ποὺ νά 'ναι
ἀδύνατο νὰ τὰ ξανασυνδιάσει κανεὶς - καὶ τὰ κατάφερα χάρη στὴν προεργασία ποὺ
ἐσὺ εἶχες κάνει ἐπάνω του. Ἔπειτα, μοῦ ἔμενε ν' ἀναλάβω καὶ σένα. Δὲν ἤσουν τάχα
τὸ ἐλατήριο τοῦ μηχανισμοῦ ποὺ ἔπρεπε νὰ διαταράξω; Ἤδη τὸν ἄκουγα νὰ ξεχαρβαλώνεται μὲ βόμβο. Καθὼς ἔμπαινα στὸ σπιτικό σου, δὲν ἤξερα καλὰ-καλὰ τὶ ἔμελλε νὰ
πῶ. Εἶχα βέβαια μιὰ ὁλόκληρη σειρὰ ἀπὸ σχέδια, σὰν τὸν παίχτη στὸ σκάκι, ὅμως ἡ
τροπὴ τοῦ παιγχνιδιοῦ ἐξαρτιόταν κατὰ πολὺ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἐσὺ θὰ ξεκινοῦσες τὰ
πιόνια σου. Τὸ ἕνα διάβημα φέρνει τ' ἆλλο. Ἡ τύχη μοῦ παραστάθηκε καὶ τελικὰ ξαναβρῆκα τὰ δίχτυα μου.
ΘΕΚΛΑ. - Ὄχι.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ναί, πιάστηκες! Γιατί συνέβει ὅ,τι φοβόσουν περισσότερο.Ὁ κόσμος
- ποὺ τὸν ἀντιπροσωπεύουν οἱ δυὸ τουρίστριες, ποὺ ἐγὼ πάντως δὲν τὶς ἔβαλα ξεπίτηδες, γιατὶ δὲν ἤμουν ραδιοῦργος - ὁ κόσμος εἶδε μὲ τί τρόπο ξανασυμφιλιώθηκες μὲ τὸν πρῶτο σου ἄντρα, μὲ τί τρόπο ξαναγύρισες μετανιωμένη στὰ πατζάκια του! Δὲν εἶναι ἀρκετὸ αὐτό;

ΘΕΚΛΑ. - Πραγματικά, θὰ μποροῦσε νά 'ναι ἀρκετὸ γιὰ τὴν ἐκδίκησή σου. Ὅμως,
γιὰ πές μου, ἐφόσον εἶσαι ἡ ἐξυπνάδα καὶ ἡ δικαιοσύνη, πῶς γίνεται καὶ ἐσύ, ποὺ θεωρεῖς πὼς ὅλα ὅσα συμβαίνουν, συμβαίνουν ἀναγκαστικά, πὼς δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι
στὶς ἐνέργειές μας...
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Διορθώνει). - Ὄχι ἐλεύθεροι ὥς κάποιο σημεῖο.
ΘΕΚΛΑ. - Τὸ ἴδιο κάνει.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Καθόλου.
ΘΕΚΛΑ. - Πῶς γίνεται, ἐσύ, ποὺ μὲ θεωρεῖς ἀθώα, ἐφόσον ἡ φύση καὶ οἱ περιστάσεις
μὲ ὤθησαν νὰ πράξω ὅπως ἔπραξα, πῶς γίνεται νὰ ξιπάζεσαι τὸ δικαίωμα νὰ ἐκδικηθεῖς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μά, γιὰ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς λόγο, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἡ φύση μου καὶ οἱ
περιστάσεις μὲ ὤθησαν νὰ ἐκδικηθῶ. Δὲν εἶναι ὡραῖο παιγχνίδι; Καὶ ξέρεις γιατί ἤρθατε
ἀπὸ κάτω καὶ οἱ δυό σας σὲ τούτη τὴν πάλη; (Ἡ Θέκλα παίρνει ὕφος περιφρόνησης). - Γιατί
πιαστήκατε στὴ φάκα μου; Ἐπειδὴ ἐγὼ ἤμουν πιὸ δυνατὸς ἀπὸ σᾶς καὶ πιὸ ἔξυπνος. Ἐ-
σὺ ἤσουν ἡ ἠλίθια - καὶ κεῖνος. Θὰ μάθεις τώρα πὼς μπορεῖ κανένας νὰ μὴ γράφει μυθι-
στορήματα καὶ νὰ μὴ ζωγραφίζει χωρὶς ἀναγκαστικὰ νὰ εἶναι ἠλίθιος; Προσπάθησε νὰ
μὴν τὸ ξεχάσεις ποτὲ αὐτό.
ΘΕΚΛΑ. - Εἶσαι ἄκαρδος. Τελείως.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τελείως. Μά, γιὰ ρεβάνς, καθὼς βλέπεις, εἶμαι ἱκανὸς νὰ σκέφτομαι,
τὸ ἀντιλήφθηκες αὐτό, καὶ νὰ ἐνεργῶ, καθὼς κι' αὐτὸ τὸ ἀντιλήφθηκες.
ΘΕΚΛΑ. - Κι' ὅλ' αὐτὰ ἐπειδὴ πλήγωσα τὸν ἐγωισμό σου...!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὄχι μόνον! Πάντως ν' ἀποφεύγεις νὰ πληγώνεις τὸν ἐγωισμὸ τοῦ πλησίον σου. Εἶναι πᾶντα ἕνα εὐαίσθητο σημεῖο.
ΘΕΚΛΑ. - Ἕνας ἀχρεῖος γεμάτος μνησικακία. Πούφ!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μιὰ ἀχρεία ἐλαφρόμυαλη. Πούφ!
ΘΕΚΛΑ. - Εἶναι ἡ φύση μου!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Εἶναι ἡ φύση μου... Πρέπει νὰ μελετᾶμε πᾶντα τὴν φύση τῶν ἄλλων
πρὶν δώσουμε τὸ ἐλεύθερο στὴ δική μας. Διαφορετικά, τὰ πᾶντα καταστρέφονται κι' ἔρ-χονται κλάματα καὶ τριξίματα δοντιῶν.
ΘΕΚΛΑ. - Εἶσαι ἀνίκανος νὰ συγχωρέσεις!
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Γιατί; Σὲ συγχώρεσα!
ΘΕΚΛΑ. - Ἐσύ;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Βέβαια. Σήκωσα τὸ χέρι πάνω σας ὅλα τοῦτα τὰ χρόνια; Ὄχι! Σὰν ὅμως ἦρθα νὰ δῶ πῶς τὰ περνᾶτε, ἁπλῶς καὶ μόνον αὐτό, ὁ σύνδεσμός σας ἀμέσως ἐξερά-
γει. Σᾶς γκρίνιαξα ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο; Μίλησα γιὰ ἠθικὴ καὶ γιὰ ὅρκους; Ὄχι! Ἀστειεύτηκα λιγάκι μὲ τὸν σύζυγό σου καὶ δὲν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο γιὰ νὰ καταρρεύσει. Νὰ ποὺ σήμερα δικαιώνομαι, ἐγὼ ποὺ εἶχα φύγει σὰν πολιτισμένος!...Θέκλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ κατηγορήσεις στὸν ἑαυτό σου;
ΘΕΚΛΑ. - Τίποτα ἀπολύτως! Οἱ χριστιανοὶ λένε πὼς ἡ θεία Πρόνοια διευθύνει τὶς πράξεις μας, ἆλλοι λένε τὸ πεπρωμένο. Ἐμεῖς, δὲν εἴμαστε λοιπὸν ἀθῶοι;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ὥς ἕνα θαθμό, ναί, πέρα ὅμως ἀπ' αὐτὸν ὑπάρχει μιὰ οὔγια στὸ ὕφασμα: πάνω σ' αὐτὴ τὴν οὔγια κρύβεται ὅλο τὸ δικό μας σφᾶλμα, τὸ χρέος καὶ οἱ πιστωτὲς παρουσιάζονται κάποτε, ἀργὰ ἤ γρήγορα. Εἴμαστε ἀθῶοι ἀλλὰ ὑπεύθυνοι. Ἀθῶοι μπροστὰ στὸ Θεό, ποὺ δὲν ὑπάρχει πιά, ὑπεύθυνοι μπροστὰ στοὺς ἑαυτούς μας καὶ στοὺς  ὅμοιούς μας.
ΘΕΚΛΑ. - Κι' ἔτσι, ἔρχεσαι νὰ παρουσιάσεις τὶς πιστώσεις σου;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἔρχομαι νὰ ξαναπάρω ἐκεῖνα ποὺ μοῦ ἔκλεψες καὶ ὄχι ἐκεῖνα ποὺ σοῦ
χάρισα. Ἔκλεψες τὴν τιμή μου καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὴν ξαναβρῶ παρὰ μόνον ἀφαιρῶντας τὴ δική σου. Δίκηο δὲν εἶχα;
ΘΕΚΛΑ. - Τὴν τιμή, χμ!...Καὶ τώρα, εἶσαι εὐχαριστημένος;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τώρα, εἶμαι εὐχαριστημένος.
(Χτυπᾶ τὸ κουδοῦνι γιὰ νά 'ρθει τὸ γκαρσόνι).
ΘΕΚΛΑ. - Καὶ ξαναγυρίζεις στὴν ἀρραβωνιαστικιά σου;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Δὲν ἔχω ἀρραβωνιαστικιὰ κι' οὔτε θά 'χω ποτέ. Δὲν γυρίζω στὸ σπιτικό
μου, γιατί δὲν ἔχω σπιτικὸ κι' οὔτε θέλω νά 'χω.

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ.

(Μπαίνει τὸ γκαρσόνι).
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Ἑτοιμᾶστε μου τὸν λογαριασμό, παίρνω τὸ καράβι τῶν ὀκτώ.
(Τὸ γκαρσόνι ὑποκλίνεται καὶ βγαίνει).

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ.

ΘΕΚΛΑ. - Δίχως νὰ συμφιλιωθοῦμε;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Νὰ συμφιλιωθοῦμε! Μεταχειρίζεσαι τόσες λέξεις ποὺ ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους! Νὰ συμφιλιωθοῦμε; Θέλεις νὰ ζοῦμε καὶ οἱ τρεῖς μαζύ; Ἐ σ ύ δὲν ἔπρεπε νὰ φέρεις
κάποια συμφιλίωση ἐπανορθώνοντας; Δὲν εἶσαι ὅμως σὲ θέση νὰ τὸ κάνεις. Τὸ μόνο ποὺ ἤξερες εἶναι νὰ παίρνεις καὶ ὅσα πῆρες τὰ διασκόρπισες. Τί θὰ μποροῦσες ἐσὺ νὰ ἐπιστρέψεις;
Θὰ εἶσαι ἱκανοποιημένη, ἄν σοῦ πῶ: συγχώρεσέ με ποὺ μοῦ ξέσχισες τὴν καρδιά· συγχώρεσέ
με ποὺ μὲ ἀτίμασες· συγχώρεσέ με ποὺ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια ἤμουν ὁ περίγελως τῶν μαθητῶν μου· ποὺ σὲ γλύτωσα ἀπὸ τὰ πέδικλα τῆς ἀμάθειας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας, ποὺ σ' ἔβαλα
κορώνα τοῦ σπιτιοῦ μου, σοῦ ἔδωσα θέση καὶ ἄνετη ζωή, σ' ἔκανα γυναίκα ἐνῶ ἤσουν παιδί;
Συγχώρεσέ με ὅπως σὲ συγχωρῶ. Ἀκυρώνω τοὺς λογαριασμούς μας. Πήγαινε τώρα νὰ κάνεις
τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν ἆλλον.
ΘΕΚΛΑ. - Τί τοῦ ἔχεις κάνει; Ἀρχίζω νὰ ὑποψιάζομαι κάτι φριχτό.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Τί τοῦ ἔκανα; Τὸν ἀγαπᾶς λοιπὸν ἀκόμα;
ΘΕΚΛΑ. - Ναί.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ:.- Κι' ἀγαποῦσες καὶ μένα, πρὶν λίγο; Ἤσουν εἰλικρινής;
ΘΕΚΛΑ. - Ναί. Ἤμουν εἰλικρινής.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Λοιπόν, ξέρεις τί εἶσαι σύ;
ΘΕΚΛΑ. - Μὲ περιφρονεῖς;
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Σὲ λυπᾶμαι. Εἶναι μιὰ εἰδικὴ περίπτωση, δὲν λέω σφᾶλμα, μὰ εἰδικὴ περίπτωση ἀληθινὰ δυσάρεστη, ἄν κρίνουμε ἀπὸ τὰ ἐπακόλουθά της. Καημένη Θέκλα! Δὲν ξέρω,
ἄν καὶ ἀθῶος, μοῦ φαίνεται πὼς μετανιώνω σχεδὸν... ὅπως ἐσύ! Μὰ θὰ σὲ ὠφελήσει ἴσως νὰ
νιώσεις ὅπως ἔνιωθα ἐγὼ πρὶν μερικὰ χρόνια. Ξέρεις ποῦ βρίσκεται ὁ ἄντρας σου;
ΘΕΚΛΑ. - Θαρρῶ πὼς τὸ ξέρω τώρα! Εἶναι σ' αὐτὸ τὸ δωμάτιο, δῖπλα. Καὶ τ' ἄκουσε ὅλα.
Τὰ εἶδε ὅλα. Κι' ὅποιος ἔχει δεῖ κατὰ πρόσωπο τὸ πεπρωμένο του, σίγουρα πεθαίνει.

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ.

(Ὁ Ἀδόλφος παρουσιάζεται στὴν πόρτα τῆς βεράντας, ὠχρὸς σὰν πεθαμένος, αἷμα κυλάει ἀπὸ τὴ μύτη στὸ μά-
γουλό του, στέκει ἀκίνητος, τὰ μάτια του εἶναι ἀνέκφραστα, ἔχει σάλια στὸ στόμα).

ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. (Ἀναπηδᾶ). - Νά τος! Λογαριάσου τώρα μαζύ του, θὰ δεῖς ἄν εἶναι τόσο γενναιόδωρος ὅσο ἐγώ. Ἀντίο.
(Φεύγει πρὸς τὰ δεξιὰ ἀλλὰ στέκεται).
ΘΕΚΛΑ. (Βλέποντας τὸν Ἀδόλφο, μ' ἀνοιγμένα τὰ χέρια). - Ἀδόλφο! (Ἐκεῖνος σωριάζεται κοντὰ στὴν πόρ-
τα. Ἡ Θέκλα πέφτει ἐπάνω του, τὸν χαϊδεύει).
- Ἀδόλφο! Λατρεμένο μου παιδί! Εἶσαι ζωντανός; Μίλησέ μου, πές μου! Συγχώρεσε τὴν κακιὰ Θέκλα. Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη! Ἀπάντησέ
μου, ἀδελφούλη, μ' ἀκοῦς; Μὰ ὄχι, Θεέ μου, δὲν ἀκούει! Πέθανε, θεούλη μου, Θεέ μου, βόηθα,
βοήθησέ μας.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. - Μμ! Λόγῳ τιμῆς, τὸν ἀγαπάει κι' αὐτόν! Καημένη γυναίκα!


~~
Υ.Γ.
Τελευταῖα λόγια ἐπ' αὐτοῦ ὅλου.
Ὅταν ἔφτιαχνα τὴν μετάφραση, ἄκουγα τὶς δύο φωνὲς:
τοῦ Δημήτρη Ἰωάννου (Γουσταῦος)
καὶ
τὴν δική μου (Ἀδόλφος)
καὶ ὀνειρευόμουν μιὰ Θέκλα ἀνάμεσα
στὴν Βέρα Ζαβιτσιάνου
καὶ
τὴν Κάκια Ἀναλυτῆ.

Κάτι σπάνιο γιὰ μένα: δὲν τὸ εἶχα ἀφιερώσει σὲ...κανέναν!
Τώρα, μὲ τὴν 3η δημοσίευσή του, καθὼς τὸ ἔζησα ξανὰ μὲ ὅλη τὴν μαγευτικὴ δύναμη τῆς λογοτεχνίας καὶ τοῦ θεάτρου, εἰδικά,
ναί, τὸ ἀριερώνω, ξέροντας πολὺ καλὰ γιατί τὸ κάνω:
* στὸν Σπύρο,
* στὴν Ζωὴ
* καὶ σὲ ὅσους εἶναι ἱκανοὶ πηγαίνοντας στὸ θέατρο νὰ ἐξαγνίζονται.
Μὲ δάκρυα,
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.


0 .





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου