Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Πρόλογος.

Ἡ Μιμὴ εἶχε ὑποχρεώσεις τὸ πρωί. Ἡ Ζωὴ καὶ ὁ Σπύρος ἀπουσίαζαν πολὺ ἀπὸ τὸ σχολεῖο – ἄν καὶ ἄριστοι μαθητές. Ἔπρεπε νὰ σώσω τὴν χρονιὰ μόνος.
Τὰ παιδιὰ-θεατὲς μὲ εἶχαν πεῖ δυὸ-τρεῖς φορές, ὁμαδικῶς κι’ αὐθόρμητα: “θεατρά”!... (ἔ, τοὺς ἦταν δύσκολο τό: Λὸ Σκόκκο), στὸν Α΄ Παιδικὸ Σταθμὸ τοῦ Ἀσπροπύργου καὶ στὸν Γ΄ τῆς Νέας Ἰωνίας. Εἶπα, λοιπόν, κάποιαν στιγμή: “αὐτὴ ἡ ὑπὸ καθιέρωσιν λέξις πρέπει νὰ καθιερωθ (!), νὰ μπεῖ στὸ Λεξικόν, διὰ τοῦ Θεάτρου, ἀπὸ...ἐμένα”.
Καὶ ἔγραψα μιἀν δραματικὴ κωμωδία, πέρα γιὰ πέρα πρωτότυπη, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἐπίδραση ἀπὸ ἆλλον συγγραφέα. Ἔργο γραμμένο εἰδικὰ γιὰ παιδικοὺς σταθμούς. Τολμηρό, πρωτοποριακὸ καὶ προπαντὸς ἀληθινό.
Ὡστόσο, ἀρχὲς ἀκόμα, παρερμηνεύτηκε ἀπὸ τὴν...καθαρίστρια ἤ τὴν μαγείρισσα (ἀπέφυγαν νὰ μοῦ τὸ ξεκαθαρίσουν) τοῦ Δ΄ Π. Στ. Περιστερίου, ποὺ ἔπιασε τὸ τηλέφωνο κι’ ἄρχισε νὰ διαδίδει πώς, στὸ ἔργο, “κάνω...γυναικεῖες δουλειές”. Κοντεύαμε τότε νὰ πάθουμε ἀποπληξία ἀπὸ τὶς ἀπανωτὲς ἀρνήσεις διευθυντριῶν νὰ δώσω παράσταση. Ἀλλὰ ὁ “Θεατρὰς” θριάμβευσε, μαζὺ θριάμβευσαν καὶ τὰ παιδιὰ-θεατές. Τὸ ἔργο ἦταν καὶ θὰ εἶναι ὁλότελα “δικό τους”. Ἡ...παλινόρθωσις ἄρχισε μὲ τὸν Παιδικὸ Σταθμὸ Ἁγίου Παύλου – Σταθμοῦ Λαρίσης. Σὲ 27 Σταθμοὺς παίχτηκε καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά.

Τὸν β΄ χρόνο ἔβαλα ἐμβόλιμη καὶ τὴν Μιμὴ Γουλέτα, σὰν Μαντὰμ Σουσού. Εὐκαιρία νὰ θριαμβεύσει κι’ ἐκείνη, μὲ κάτι κομμένο-ραμμένο στὰ μέτρα της. Βέβαια, κάποιο παιδάκι, κάποιου σταθμοῦ, στοῦ Ζωγράφου (ἡ Δ/ντρια μᾶς ὑπογράμμισε ἐκ τῶν προτέρων πὼς ἀξίωνε τέλειο παίξιμο, γιατί, ἐκεῖ, τὰ παιδιὰ ἦταν ἀνωτέρου ἐπιπέδου, ἀπ’ αὐτὰ πού, ἐμεῖς, οἱ ἠθοποιοί, ξέρουμε!...), ἐπειδὴ δὲν εἶδε τὴν... Ἄννα Παναγιωτοπούλου (<- Δὲν εἶσαι ἐσὺ ἡ Μαντὰμ Σουσού, ψέμματα λές>), ἔδωσε μιὰ γροθιὰ στὸ στομάχι τῆς Μιμῆς, ἐκείνη ἔμεινε “ξερή” καί, μόλις φύγαμε ἀπὸ τὸ “τέλειο” παίξιμό μας, ἀπέβαλε στὸν δρόμο. Ἐκείνη ἡ παράστασις τῶν 18.000 δρχ. μᾶς στοίχισε μιὰ λαχτάρα, τὸ λιγώτερο.

Ἀπὸ τὶς 210 παραστάσεις, μόνον μία (1), ἡ τελευταία, δὲν ἔπιασε: στὸν Π. Στ. Βρεφοκομείου Βίνκελμαν. Ἀνεξήγητο ἀλλὰ καὶ φυσικό.

 
Θέατρο τοῦ Ὀνείρου.

                                               Ὁ Θεατράς.

Δραματικὴ σάτιρα,
ἐγράφη 25 Δεκεμβρίου 1987.

* Τὸ κοινὸ πρωταγωνιστεῖ αὐθόρμητα
ἤ καὶ...ἀναγκαστικά!!!
μαζὺ μὲ τόν:
Θεατρά........................... Ἰάνη Λὸ Σκόκκο,
καὶ τήν:
Μαντὰμ Σουσού............ Μιμὴ Γουλέτα
(αὐτὴ προέκυψε στὴν...
30η παράσταση).
Δημοσιογράφος............. Ζωίτσα
(στὸ κασετόφωνο).

* Μουσική: Τσαϊκόφσκυ, Ἄλφουεν-Καροζόνε,
Μπρέντ, Σοῦμπερτ.
* Κοστούμια: Μιμὴ Γουλέτα.
* Σκηνικό: ἡ ἑκάστοτε αἴθουσα ὁλόκληρη, ὅπως ἀκριβῶς
βρίσκεται, χωρὶς καμία μετατροπή.
* Διάρκεια: ἐξαρτᾶται!!! 1:40΄ - 2:00΄ ὧρες.
* 1η παράστασις,
7ος Κρατικὸς Παιδικὸς Σταθμὸς Περιστερίου, 14.1.1988.
2η παράστασις,
1ος Κρατικὸς Παιδικὸς Σταθμὸς Κάτω Πατησίων, 15.1.1988.

Ἀκολούθησαν ἆλλες 208 παραστάσεις, σὲ ἐναλλαγὴ μὲ τὸ
“Μαμζὲλ Κλωτσοσκοῦφι” καὶ τὸ “Μαίρη Πόππινς τῶν Ἀθηνῶν”.


 
Πράξη Α΄.

[Μπαίνει ὁ Θεατρὰς φτωχοντυμένος, μὲ μιὰ τσάντα. Ἡ ὅλη σκηνοθεσία κατὰ τὰ τρία τέταρτά της ἀναφέρεται ἐδῶ. Τὰ ἀναπάντεχα ἀποτελοῦν τὸ ἕν τέταρτο, μὲ δικαίωμα στὸν αὐτοσχεδιασμό. Ἡ Δασκάλα δίνει ἀπαντήσεις προσυνεννοημένες].

Θεατράς: Καλημέρα σας. Παιδικὸς σταθμὸς δὲν εἶναι ἐδῶ;
Δασκάλα: Μάλιστα, ὁρῖστε, τί θέλετε;
Θεατράς: Συγγνώμη ποὺ διακόπτω τὸ μάθημά σας... Μήπως χρειάζεστε ἕναν δάσκαλο γιὰ τὰ παιδιά;
Δασκάλα: Ὄχι, κύριε.
Θεατράς: Ξέρετε, εἶμαι μορφωμένος ἄνθρωπος, ἀγαπῶ τὰ παιδιά, ξέρω ἱστορίες, παραμύθια, ποιήματα... Ὄχι; Καλά, μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴν ἐνόχληση... Χαίρετε. [Βγαίνει. Σὲ λίγο ξαναμπαίνει, ξαφνιάζεται]. Ἔχω ξανἄρθη ἐδῶ; Ὤ, σάστισα, μὲ συγχωρεῖτε. [Βγαίνει. Ξαναμπαίνει]. Ἄ, μὲ συγχωρεῖτε πάλι, ξέχασα, εἶμαι καὶ... Μήπως χρειάζεστε κανέναν ἠθοποιὸ νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιὰ κάθε μέρα;
Δασκάλα: Ἠθοποιό; Τί νὰ τὸν κάνουμε; Ὄχι, κύριε. Λυπᾶμαι.
Θεατράς: Καλά, δὲν γίνεται τίποτα. [Πάει νὰ φύγει, πεισμώνει καὶ κάθεται ὅπου βρεῖ μὲ τὸ ἔτσι θέλω]. Ἄ, ὄχι, ἦρθα καὶ θὰ μείνω, δὲν πάω πουθενά. Κουράστηκα, σᾶς λέω! Ἀπὸ τὸ πρωί, τόσες μέρες τώρα, γυρίζω σ’ ὅλη τὴν περιοχή, Ἀθήνα, Κερατσίνι, Πατήσια... Χτυπάω πόρτες, μαγαζιά, τράπεζες: “- Μήπως ἔχετε καμιὰ δουλειὰ γιὰ μένα;” Ὅλο “ὄχι” καὶ “ὄχι” ἀκούω. Μά, ξέρω τόσα γράμματα...Τί διάολο σπούδασα τόσα καὶ τόσα; Ἔχω γυναίκα καὶ δύο παιδιὰ νὰ ταΐσω... Ὁρῖστε, τὰ παπούτσια μου λυώσανε, ἀξύριστος, δὲν ἔχω ξυραφάκι... - θέλω δουλειά! Εἶμαι ἄνεργος. [Ἀλλοιῶς]. Ἄ, ἔχετε καὶ ραδιόφωνο!... Μπορῶ τουλάχιστον ν’ ἀκούσω σὲ λίγο τὶς Εἰδήσεις; Νὰ δῶ ἄν θὰ βρέξει, γιατί οὔτε ὀμπρέλλα, οὔτε γαλότσες...
Δασκάλα: Ναί, ἄν εἶναι γι’ αὐτό... [Στὰ παιδιά]. Δὲν μᾶς πειράζει, ἐμᾶς...
Θεατράς: Σᾶς εὐχαριστῶ. (Δυναμώνει τὴν ἔνταση τοὺ ραδιοφώνου, περιμένει ὅλος ἀγωνία, μὲ νευρικότητα. Σῆμα ΕΡΤ]. Νά το!... [Στήνει τ’ αὐτί του στὸ μεγάφωνο]. Σσσσ!... [ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ: “- Καλημέρα σας. Εἴπαμε, καλημέρα σας”]. Καλά, τ’ ἀκούσαμε! [ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ: “- Ἀνεβεῖτε στὶς ταρᾶτσες καὶ μαζέψτε τὰ ροῦχα σας, γιατί θὰ βρέξει”]. [Ὁ Θεατρὰς τρέχει πρόθυμος πέρα-δῶθε νὰ δεῖ ἀπὸ ποῦ πᾶνε στὴν ταράτσα]. Μήπως ἔχετε τίποτε βρακιὰ ἁπλωμένα ... - νὰ σᾶς τὰ μαζέψω ἐγώ; [ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ: “- Ἄ, σταθεῖτε. Μιὰ νεώτερη εἴδηση μᾶς λέει ὅτι ἡ βροχὴ εἶναι τὸ καλλίτερο πλυντήριο ποὺ ἔφτιαξε ὁ Θεός! Ἀχά! Καθεῖστε χάμω. Μὴν πᾶτε πουθενά. Μὴν μιλᾶτε, μὴν κουνιέστε, ἀκοῦτε μοναχά!”]. [Ὁ Θεατρὰς κλείνει τὸ ραδιόφωνο]. Δὲν εἴμαστε καλά! Ἀκοῦς ἐκεῖ: νὰ μὴν μιλᾶμε, νὰ μὴν... Τί βαρετές, τέλος πάντων, αὐτὲς οἱ εἰδήσεις... Ἄσε ποὺ σὲ λίγο θ’ ἀρχίζαν τὰ ἐγκλήματα. Μοῦ φέρνουν μιὰ νύστα, αὐτὲς οἱ εἰδήσεις... Ὁρῖστε, νά! Χασμουριέμαι κιόλας. Ἄαααα! Νύσταξα. [Σιγὰ-σιγὰ ξαπλώνει κάτω, κοιμᾶται, ροχαλίζει, ὥσπου ξυπνᾶ πάλι ἀνάστατος]. Δὲν εἴμαστε καλά! Ποῦ κατάντησα! - νὰ κοιμᾶμαι χάμω!... Οὔφ! Τί σᾶς ἔλεγα; Ἄ, ναί. Ἔπρεπε νὰ εἶχα ἕνα δικό μου ἐγὼ κανάλι καὶ θὰ βλέπατε τί ὡραῖες εἰδήσεις θὰ σᾶς ἔλεγα. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, θὰ φοροῦσα ἆλλα ροῦχα. [Βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα του τὸ κίτρινο παντελόνι]. Τώρα, ποιό εἶναι τὸ μπρός, ποιό εἶναι τὸ πίσω; Ὤχ, ἀδελφέ! Σάμπως θὰ κάνω τσίσα μου; Φόρα το ἐκεῖ... [Βγάζει πράσινη μπλούζα μὲ ρόμβους καὶ ἆστρα]. Κι’ αὐτό, βέβαια. Πῶ πῶ, τὸ φερμουὰρ ἐκεῖ πίσω, μοῦ βγάζει τὴν πίστη!... Νά, τὰ κατάφερα. [Βγάζει πολύχρωμη περούκα]. Ἡ κόμμωσις εἶναι ἡ μισὴ ὀμορφιά! Ποὺ λέτε, ὅλα τὰ παιδιά θὰ ἦταν ξετρελλαμένα μαζύ μου καὶ μὲ τὶς εἰδήσεις μου. Σᾶς ἀρέσω ἔτσι; Θὰ μὲ παῖρναν, νὰ δεῖς, στὸ τηλέφωνο. [Παρασταίνει]. “- Καλημέλα σας, εἴσαστε ὁ κύριος λεατράς; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μαλούλα. Μ’ ἀγαπᾶς;” Ὁ ἀδελφός της, ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλος, θὰ τῆς ἁρπάξει τὸ τηλέφωνο ἀπὸ τὰ χέρια καὶ... “- Ἄσ’το, ἐσὺ εἶσαι χαζό! Καλημέρα σας, κύριε Θεατρά. Μ’ ἀρέσουν πολὺ οἱ εἰδήσεις σου, γιατί εἶναι πιὸ ὡραῖες ἀπὸ τὶς διαφημίσεις. Μὲ λένε Κωστάκη. Τί ὁμάδα εἶσαι σύ;” Ἄχ, μέχρι καὶ καραμέλες θἄδινα σ’ ὅσους βλέπαν ἐμένα στὴν τηλεόραση. Ἐὰν θέλατε, ὥς καὶ Διαγωνισμὸ Κλάματος - ποιός θὰ κλάψει πιὸ πολλὴ ὥρα καὶ πιὸ δυνατά – θὰ μπορούσαμε νὰ κἀνουμε. Ἀλήθεια, σηκῶστε τὰ χέρια σας οἱ κλαψιάρηδες. Κανείς; Περίεργο!...Ἄ, ἐσύ! Συγχαρητήρια, πάρε μιὰ καραμέλα καὶ... ξανακλᾶψε, μόλις τὴν φᾶς, νᾶ σοῦ δώσω κι’ ἄλλη. Ἄ, ὄχι ἆλλος – ἕνας μόνον βραβεύεται! Ἀκοῦστε αὐτό: [Χορεύει καὶ τραγουδάει τὸ “Ρόζα μούντα”].

Στὶς εἰδήσεις, στὶς εἰδήσεις,
τὸ κανάλι σου νὰ κλείσεις,
τὸ κανάλι στὶς εἰδήσεις
νὰ τὸ κλείσεις, στὶς εἰδήσεις,
στὶς εἰδήσεις, στὶς εἰδήσεις,
τὸ κανάλι σου νὰ κλείσεις,
γιατί εἶν’ οἱ εἰδήσεις ὅλο ἀσκήμιες καὶ βρωμιές.
Δὲν θέλω βόμβες οὔτε καὶ φωτιές,
ἀγάπη θέλω κι’ ὄμορφες στιγμές,
παιδιὰ νὰ τρῶν’ - νὰ μὴν πεινοῦν -
κι’ ἀπὸ χαρὰ νὰ ταγουδοῦν. 
 
Δὲν θέλω βόμβες οὔτε καὶ φωτιές,
εἰρήνη θέλω καὶ γλυκὲς στιγμές,
παιδιὰ νὰ τρῶν’ - νὰ μὴν πεινοῦν -
μ’ ἀγάπη νὰ χαμογελοῦν.
Πὰμ πὰμ πὰμ πάμ.
Λὰ λὰ λὰ ρὰ λά,
ἐμπρός, παιδιά, γιὰ χορό,
λὰ λὰ λὰ ρίλο,
μὲς τὴν καρδιὰ λαχταρῶ,
λὰ λὰ λα ρίλα,
τὶς παιδικές σας φωνές,
λὰ λὰ λὰ λὰ λὰ λά,
παιδικὲς χαρές.
Παραπαραπὰμ πὰμ πὰμ πάμ,
μπουροὺμ πουροὺμ ποὺμ ποὺμ πόμ,
πιριπιριπὶμ πίμ,
πὶμ πὲμ πουπὶμ πὲμ πουπίμ...
ντοὺ ροὺ ντουράρα ρὰ ρὰ ρὰ ρὰ ρὰ ράμ,
τὶς παιδικές σας φωνές,
παραπαπαπὰμ παπάπαμ,
παιδικὲς χαρές.
Νὰ κλείσεις,
στὶς Εἰδήσεις,
τὸ κανάλι,
νὰ κλείσεις,
στὶς εἰδήσεις,
τὶς ρημάδες τὶς εἰδήσεις...

Ἵδρωσα! Ὄφ!... Γελάσατε, ὅμως. Ἐγὼ... Ξέρετε τί ἔπαθα; Νὰ σᾶς πῶ, γιατί, ἐσεῖς, μπορεῖ νὰ μὲ καταλάβετε. Ἔρχεται προχθὲς ἡ γυναίκα μου μὲ κλάματα καὶ μοῦ λέει:
[Παριστάνοντας τὴν σκηνή].
- Ἄχ, ἀντρούλη μου, δὲν μπορῶ ἆλλο, κουράστηκα, ὅλη μέρα δουλειές, δουλειές, θὰ πεθάνω. Κι’ ἐκεῖνα τὰ παιδιά μας... Τὸ ἕνα νὰ μὴν τρώει. [Παίρνει στὰ γόνατά του ἕνα παιδί]. Ἔλα, μωρό μου, ἄνοιξε τὸ στόμα σου, θ’ ἀρρωστήσεις, φάε, πῶς θὰ μεγαλώσεις; Φάε, μ’ ἔφαγες, σκασμένο! Ἔ, ἀφοῦ δὲν τρῶς τὸ φαΐ σου, νά! νά! νά! Φάε ξύλο! [Παρατάει τὸ ἕνα παιδί, πιάνει ἆλλο]. Τί!... Πάλι κατουρήθηκες ἀπάνω σου; Παναγία μου!... [Ἀφήνει τὸ παιδί]. Γι’ αὐτό, ἀντρούλη μου, θέλω νὰ μ’ ἀφήσεις νὰ πάω λίγες μέρες στὸ χωριό, στὴ μαμά μου. Σὲ παρακαλῶ! [Παύση].
γώ, ἔμεινα νὰ τὴν κοιτάζω ἔτσι.
- Καλά, βρὲ γυναίκα, ἀφοῦ ξέρεις πὼς δὲν ἔχω λεφτά, πῶς θὰ πᾶς;
Ἐκείνη, ἔκλαιγε πιὸ πολύ:
- Ἄχ, σὲ παρακαλῶ! Θέλεις ν’ ἀρρωστἠσω καὶ νὰ μὲ χάσεις;...
Τότε, ἐγὼ τῆς λέω:
- Καλά, νὰ πᾶς. Ὡραῖα. Καὶ...τὰ παιδιά μας, ποιός θὰ τὰ κοιτάζει;
- Ἐσύ! μοῦ λέει. Χαρὰ στὸ πράμα, γιὰ λίγες μέρες. Ἐγὼ πῶς κάνω τόσα χρόνια;
- Στάσου! Ἐγώ...
- Ναί, ἐσύ!”
Καί, πρὶν προλάβω νὰ πῶ λέξη, ἅρπαξε τὴν τσάντα της καὶ βγῆκε στὸν δρόμο. 
[Τρέχει, ἀνοίγει τὸ παράθυρο].
- Ἔ, στάσου, ποῦ πᾶς;
Καὶ βρῆκε ἀμέσως ταξὶ κι’ ἔφυγε! Κεραυνὸς στὸ κεφάλι μου ἔπεσε. Βγῆκα στοὺς δρόμους κι’ ἄρχισα νὰ πηγαίνω καὶ νὰ παραμιλῶ. Ἔχετε δεῖ ἐσεῖς ποτέ σας ἄντρα νὰ νταντεύει παιδιά;
  [Διάφορες ἀντιδράσεις τῶν θεατῶν]. 
Τί νὰ κάνω, θεέ μου! Τί νὰ κάνω; Σκόνταψα σ’ ἕναν κύριο.
- Ἔι, στραβωμάρα ἔχεις; Κοῖτα ποῦ πατᾶς, ἀνόητε!
- Συγγνώμη, κύριε, μὲ συγχωρεῖτε...
Μετά, πέφτω πάνω σὲ μιὰ κοπέλλα.
- Μά, δὲν βλέπεις, πρωὶ-πρωί, χριστιανέ μου;
- Συγγνώμη, δεσποινίς μου, δὲν τὄθελα...
- Ναί, ἀλλὰ κοῖτα πῶς μοὔκανες τὸ καλσόν! Δός μου διακόσιες νὰ πάρω ἆλλο...
Γιὰ μιὰ στιγμή, σκέφτηκα τὸν Δήμαρχό μας. Εἶχα κάτι εἰκοσάρικα στὴν τσέπη μου. Πιὸ κεῖ ἕνα περίπτερο.
  [Παρασταίνει].
-Θὰ τρέξω νὰ τοῦ τηλεφωνήσω. Γιὰ νὰ δῶ... Ὁ ἀριθμός του εἶναι: μοὺ... μοὺ... μοὺ... 4456.
- Παρακαλῶ, τὸν κ. Δήμαρχο. Ὁρῖστε, δὲν ἔχει ἔρθει; Μά, ἀφοῦ τὸν εἶδα!...
Μοῦ τὄκλεισε! Θὰ ξαναπάρω:
- Καλημέρα, παιδί μου, δῶσε μου τὸν ἀδελφό μου. Τί ποιόν ἀδελφό μου; Τὸν δήμαρχο. 
[Σκεπάζει τὸ μικρόφωνο, στοὺς θεατές].
 Δὲν ἔχει κἄν ἀδελφὸ ὁ κ. Δήμαρχος, ἀλλὰ σάμπως ξέρουνε αὐτοὶ ἐκεῖ μέσα τί τοὺς γίνεται;
 [Στὸ τηλέφωνο].  
μπρός, ὁ κ. Δήμαρχος; Ὤ, καλημέρα σας. [Κλείνει τὸ μάτι στοὺς θεατές]. Εἶμαι ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν μου, κύριε Δήμαρχε, καὶ θἄθελα νὰ μοῦ βρεῖτε μία δουλειά. Ὁρῖστε; Δὲ μπορεῖ, κάτι θἄχετε... Σὲ δύο μῆνες; Νὰ μοιράζω ψηφοδέλτια; Μά, μὲ κοροϊδεύετε, κ. Δήμαρχε; Κι’ ὥς τότε, τί θὰ τρῶνε τὰ παιδιά μου;
Ἄ, μοῦ τὄκλεισε!... Νὰ μὴν σᾶς τὰ πολυλογῶ μὲ τὶς κουραστικολογίες μου, εἶμαι στὰ μαῦρα μου τὰ... Μά, γιὰ σταθεῖτε! Μία λάμψη! Μία ἰδέα! Ὁ Θεός, ποὺ προστατεύει τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους, τώρα δὰ μοῦ ἔβαλε κάτι στὸ μυαλό*. Ἀκοῦστε: ἐδῶ πιὸ κάτω, εἶναι ἕνα ἄδειο μεγάλο σπίτι. Ὡραῖο πράμα. Θὰ τρέξω τώρα νὰ τὸ δῶ. Γιατί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει Παιδικὸς Σταθμός. Ναί, ναί ἄν μαζέψω ὅλα τὰ παιδάκια τῆς γειτωνιᾶς καὶ τὰ προσέχω ἐγώ, οἱ γονεῖς τους θὰ μὲ πληρώνουν καὶ... Φεύγω. Θἄρθω πάλι νὰ σᾶς πῶ νεώτερα. [Βγαίνει τρεχάτος].

* * *
 
[Μετὰ ἀπὸ ἕνα κενὸ χρόνου, ξαναμπαίνει σὰν σὲ ἄδειον χῶρο].

δῶ εἴμαστε! Μμμ, ὅ,τι πρέπει εἶναι. Ν’ ἀρχίσω ἀμέσως νὰ τὸ ντύνω. [Τακτοποιεῖ τὰ πᾶντα...ὅπως τὰ βρίσκει]. Καρεκλάκια, τραπεζάκια... Ὡραῖα! Κουρτίνες. Μερικς ζωγραφιὲς στὸν τοῖχο. Θαῦμα!
Νὰ μὴν ξεχάσω ἀπ’ ἔξω τὴν σημαία καὶ τὴν ἐπιγραφή: <Παιδικὸς Σταθμὸς ὁ Θεατράς>. Τὸ τηλέφωνο – γιὰ ν δῶ, λειτουργεῖ;... Τὸ φῶς ἦρθε; Ναί, νά το. Τί λείπει; Τί ἆλλο λείπει;
[Ξαφνικά, σὰν νὰ πρωτοβλέπει τώρα τὰ παιδιά ποὺ κάθονται στὶς θέσεις τους].
Ἄ! Πότε μπήκατε ἐσεῖς καὶ δὲν τὸ κατάλαβα; Ποῦ; Πῶς τὸ μάθατε κιόλας; Ἀμάν, σὰν πολλοὶ μοῦ φαίνεστε, γιὰ νὰ δῶ: ἕνας, δύο, μμμ μμμ ἑβδομῆντα ἐννέα, ὀγδόντα! [Σὰν νὰ τοῦ ἔπεσε κεραμίδα στὸ κεφάλι]. Ὀγδόντα εἴπατε; Ναί, ἀλλὰ δὲν σκούπισα καὶ δὲν σφουγγάρισα ἀκόμη. Καλῶς ἤλθατε, ἀλλὰ...σηκῶστε τὰ πόδια σας, μὴν πατᾶτε κάτω.
[Τρέχει ἔξω, φέρνει σκούπα, φαράσι, τενεκέ, σφουγγαρίστρα].
Λίγη μουσική... [Βάζει τὸ “Καπρίτσιο ἰταλιάνο”]. Καὶ προπαντὸς καθαριότης! [Σπασμωδικά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ρυθμὸ τῆς μουσικῆς, μὲ αὐτοσχεδιασμοὺς σκουπίζει, μαζεύει στὸ φαράσι τὰ σκουπίδια, τὰ ρίχνει μία, δύο φορές, ἀφηρημένος, στὰ κεφάλια τῶν παιδιῶν, τὴν τρίτη φορὰ ἀνοίγει τὸ παράθυρο καὶ τὰ πετάει ἔξω – τοῦ ἔρχεται κόλπος].
Δυστυχία μου! Στὸ κεφάλι τοῦ ἀστυνόμου... [Ἐξαφανίζει σκούπα καὶ φαράσι, ἀρχίζει τὸ σφουγγάρισμα]. Ἄν μπεῖ ἐδῶ μέσα καὶ ρωτήσει..., δὲν ξέρουμε τίποτα, δὲν σκουπίσαμε ἐμεῖς, ἐμεῖς σφουγγαρίζουμε. Λὰ λὰ λὰ λὰ λὶ λὰ λό... Πιὸ ψηλὰ τὰ πόδια, εἴπαμε. Ἀψού! Χλωρίνη!... Ὤχ, ἔντεκα καὶ εἴκοσι. Τὸ φαγητό!... [Τρέχει, φέρνει μεγάλη κατσαρόλα, τσάντα μὲ ἀγορές].
Πρώτη μέρα, σήμερα, πρῶτο φαγητό - νὰ δεῖτε τί νόστιμο!... - χοιρινό. Τί μὲ κοιτᾶτε ἔτσι; Χοιρινό, εἶπα, - νά το, ἐδῶ, τυλιγμένο, ξέχασα νὰ τὸ βάλω στὸ ψυγεῖο, ἄς κάνω τὸν σταυρό μου πὼς δὲν θὰ πάθετε τίποτα... Δὲν ἔχετε ξαναδεῖ, δὲν ἔχετε ξαναφάει τέτοιο γουροῦνι, ὁρῖστε, ρὸζ ρόζ, σὰν κουφέτο. Τὸ ρίχνουμε ὁλόκληρο μέσα, καί: πατάτες, μὲ τὰ φλούδια, - δὲν προλαβαίνουμε νὰ..., κρεμμύδια, μελιτζάνες, τομάτες, ἀχλάδια, γάλα, αὐγά: προσέξτε, ποτὲ δὲν τὰ σπάω ἐγώ, τὰ λυπᾶμαι... [Ρίχνει καὶ τὴν σακκούλα, τὰ καπακώνει, τρέχει στὴν κουζίνα, ξαναέρχεται].
Οὔφ! Πάει κι’ αὐτό. Σὲ τριᾶντα λεπτά, τρῶτε. Τώρα ὅμως πρέπει λίγο ν’ ἀσχοληθῶ καὶ μὲ σᾶς. Δίκηο ἔχετε, παιδάκια εἴσαστε, παραμυθάκια λαχταρᾶτε, τραγούδια... Νὰ σκεφτῶ, μιὰ στιγμή. Τὸ βρῆκα. Ἕνα τραγουδάκι γιὰ ἀρχή.
[Μὲ τὴν σκούπα, τὸ φαράσι, τὸν τενεκὲ καὶ τὴν σφουγγαρίστρα, στὸν ρυθμὸ τοῦ “Ραψωδία σβεντέζε”].

Ἐγὼ θὰ κάνω ὅλες τὶς δουλειές,
πλύσιμο, ψήσιμο,
μὲ σφουγγαρίστρα, σκούπα καὶ ποδιές,
μέσα στὸ Σταθμό.
Θὰ λέω παραμύθια στὰ παιδιά,
ὄμορφα κι’ ἔξυπνα,
θὰ ζωγραφίζουν δέντρα καὶ πουλιά,
μὲ νερομπογιές.
Ἐγὼ θὰ κάνω τὶς δουλειές,
μὰ δὲν ἀνέχομαι φωνές.
Καθεῖστε φρόνιμα γιατί
θὰ σᾶς τραβήξω τὸ αὐτί...
Ἀποκρηάτικες στολές,
μουντζοῦρες μὲ τὶς πινελιές...
Κι’ ὅποιο παιδάκι μας βραχεῖ,
θὰ τοῦ ἀλλάξω τὸ βρακί.
Χὰ χὰ χὰ χὰ χού!...

 
Αὐτὸ ἤτανε. [Ὀσφραίνεται]. Κάτι μυρίζει. Μοῦ μυρίζει κάτι. [Τὰ παιδιὰ φωνάζουν: “- Τὸ φαγητό! Καίγεται...”. Κάνει πὼς δὲν τἄκουσε. Κοιτάζει σὰν ὑπεύθυνα τὰ παιδιά. Παίρνει ἕνα, τὸ σηκώνει, τὸ μυρίζει στὸν πωπό...]. Ὄχι! [Ὕστερα, σὰν νὰ κατάλαβε]. Ἴιιι!... [Τρέχει στὴν κουζίνα, ξαναγυρίζει κρατῶντας τὴν κατσαρόλα, ἀπελπισμένος]. Κάηκε! Τί νὰ σᾶς κάνω; Τραγούδια καὶ χοροὺς δὲν θέλατε; Ἔ, ἄς μὴ φᾶτε καὶ μιὰ φορά, δὲν χάλασε ὁ κόσμος. Γιὰ κοιτᾶξτε με στὰ μάτια. Μὴν τολμήσετε καὶ πεῖτε πὼς τό φαΐ κάηκε, γιατί...καήκατε! Ὅλα ἕτοιμα τὰ βρίσκετε, μιλᾶτε κι’ ἀπὸ πάνω. [Πάει τὴν κατσαρόλα στὴν κουζίνα, ἐπιστρέφει]. Λοιπόν; Ἄν σᾶς ἐνδιαφέρει, σᾶς λέω ὅτι σήμερα εἶναι ἡ τρίτη μέρα ποὺ περνᾶμε μαζύ – ἔτσι μοὖρθε, ἔτσι σᾶς λέω. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας μέρα, ἦρθαν ἀπὸ τὸ Ραδιόφωνο καὶ τὴν Τηλεόραση νὰ δοῦνε, οἱ κουτσομπόληδες, πῶς τὰ καταφέρνω μὲ ὅλους ἐσᾶς. Ναί, ναί, ἦρθαν τὰ <Τρία μπαλόνια στὸν ἀέρα> νὰ μοῦ πάρουν συνέντευξη. Τοὺς εἶπα, μία κι’ ἔξω, πὼς ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀπὸ κεῖνα τὰ παιδιὰ τὰ κακομαθημένα ποὺ χτυπᾶνε τὰ πιάτα ρυθμικὰ καὶ φωνάζουν συνθήματα:

- Θέλουμε νὰ φᾶμε,
ἀλλοιῶς παίρνουμε τὰ πιάτα
καὶ τὰ σπᾶμε!

Ἄκου πράματα, στὸν ἆλλο Σταθμό, κάνανε κατάληψη τὰ παιδιὰ καὶ δὲν ἀφήνουν τὴν διευθύντρια νὰ μπεῖ μέσα, γιατί δὲν τοὺς φέρνει, λέει, ἠλεκτρονικὰ κουτάλια καὶ πηρούνια, μὲ μπαταρίες δηλαδή, νὰ ἀνεβοκατεβαίνουν, λέει, μόνα τους, ἀπὸ τὸ πιάτο στὸ στόμα κι’ ἀπὸ τὸ στόμα στὸ πιάτο, νὰ ἔτσι: χρὰπ χρούπ, χρὰπ χρούπ, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζωγραφίζουν ἀσταμάτητα!... Ἔμ, τὴν βρήκανε γυναίκα καὶ ἀδύναμη... Ἀλλά, νὰ σᾶς βάλω τὴν κασέτα ν’ ἀκούσετε. Ἡσυχία, παρακαλῶ.

Δημοσιογράφος: - Κύριε Θεατρά, γιατί εἴσαστε ντυμένος κλόουν;
Θεατράς: - Σᾶς ἀρέσει ἡ μουσικὴ ποὺ ἔβαλα; Σοῦμπερτ. [Ἀλλοιῶς]. Μά, γιὰ νὰ μ’ ἀγαπᾶνε τὰ παιδιά.
Δημοσιογράφος: - Εἶναι ἀλήθεια πὼς δουλεύετε μόνος σας, στὸν Παιδικὸ Σταθμό, μὲ ὀγδόντα παιδάκια;
Θεατράς: - Τί νὰ κάνω, ἀφοῦ μ’ ἀγαπᾶνε ὅλα τὰ παιδιά; Μ’ αὐτὴ τὴν μουσική, τοὺς χορεύω ἔτσι, - νά, δεῖτε! [Χορεύει].
Δημοσιογράφος: - Δὲν σᾶς τρελλαίνουν, μὲ τὶς φωνές τους, τόσα παιδιά;
Θεατράς: - Ἔ, καί; Ἄς μὲ τρελλάνουν. Σάμπως οἱ μεγάλοι εἶναι καλλίτεροι;
Δημοσιογράφος: - Παίρνετε πολλὰ λεφτὰ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς δουλειὲς ποὺ κάνετε;
Θεατράς: - Παίρνω ὅσα καὶ κάθε νηπιαγωγός, - οὔτε περισσότερα, οὔτε λιγώτερα.
Δημοσιογράφος: - Μά, κάνετε τόσες δουλειές!...

[Διακόπτε τὸ κασετόφωνο]. Ὤχ, καλλίτερα νὰ σᾶς τὰ πῶ μόνος μου. Πιὸ καλὰ δὲν εἶναι νὰ ἔχουμε ζωντανοὺς ἀνθρώπους δῖπλα μας, νὰ μᾶς μιλᾶνε, παρὰ νὰ τοὺς ἀκοῦμε ἀπὸ μηχανές; Ποὺ λέτε, τῆς λέω κι’ ἐγὼ τότε:
- Μά, τί λέτε τώρα; Μὴν τὸ ξαναπεῖτε. Ἐξασφάλισα, πρῶτον, τὸ φαΐ τῶν παιδιῶν μου. Δεύτερον, ἔστειλα λεφτὰ στὴ γυναίκα μου νὰ ξεκουραστεῖ στὴν ἐξοχή. Τρῖτον, θἄχω νὰ πληρώνω τὸ νοῖκι μου, νὰ μὴ μὲ διώξει ὁ σπιτονοικοκύρης μου... Ἄχ, τς φωνές του θυμᾶμαι καὶ κλαίω!... Τέταρτον καὶ πέμπτον καὶ ἕκτον, τί νὰ σᾶς τὰ λέω; Ἀγαπάω τὰ παιδιά, μ’ ἀρέσει νὰ τὰ παίρνω στὴν ἀγκαλιά μου, νὰ τὰ ταΐζω, νὰ τοὺς λέω ἀστειάκια. Δεσποινίς μου, δὲν ξέρετε τί σπουδαῖα παιδιὰ ἔχουν μαζευτεῖ ἐδῶ. Ὀγδόντα μπουμπουκάκια, ὀγδόντα τριανταφυλλάκια, ὀγδόντα ἀστεράκια τ’ οὐρανοῦ ποὺ προσγειώθηκαν στὴν γῆ. Βέβαια, τ’ ἀγγελούδια μου, καμιὰ φορὰ γκρινιάζουν ἤ τσακώνονται μεταξύ τους, πασαλείβονται μερέντες, μπογιές, παστελίνες – ἄ, καὶ νὰ ξέρατε τί καὶ τί ζωγραφίζουν!... τί καὶ τί τραγουδοῦν!... Παιδιά, πεῖτε ἕνα τραγουδάκι, νὰ σᾶς ἀκούσει ἡ δεσποινίς.
[Τὰ παιδιὰ τραγουδοῦν ὅποιο τραγοῦδι ξέρουν, ὁ Θεατρὰς χειροκροτεῖ].
...Ἀφεῖστε ποὺ παίζουν θέατρο καὶ κουκλοθέατρο. Ἄμ, τὸν Σιδηροδρομικὸ Σταθμὸ τὸν εἴδατε; Ἔι, παιδιά, τί λέτε, παριστάνουμε τὸ τραῖνο, τοὺς ταξειδιῶτες, τοὺς ἀχθοφόρους, τὸν σταθμάρχη κι’ ὅλα τ’ ἆλλα;
[Ἐξηγεῖ ρόλους, διανέμει ταμία, σταθμάρχη, ἀχθοφόρους, βαγόνια, ταξειδιῶτες ποὺ θ’ ἀνέβουν καὶ ταξειδιῶτες ποὺ θὰ κατέβουν...].

Τέλος Α΄ Πράξης, διάλειμμα.

* * *
 
Πράξη Β΄.

[Μπαίνοντας]. Ἄχ, εὐτυχῶς! Κι’ εἶχα μιὰν ἀγωνία πὼς θὰ ξεσηκώνατε τὸν κόσμο. Μπράβο, παιδιά μου. Ὅπως ξέρετε, εἶχα πάει στὴν Τράπεζα νὰ πάρω τὰ λεφτά. Σὲ λίγο θὰ παραγγείλω γάλατα, μακαρόνια, ἐτοῦτο, ἐκεῖνο, ξέρετε τὶς ἀνάγκες μας. Γιὰ πεῖτε μου, σᾶς ἀρέσουν αὐτὰ τὰ κόκκινα μαλλιά; Ἄνοιξε ἕνα καινούργιο κατάστημα μὲ παιδικὰ εἴδη καὶ μοῦ τὰ χάρισαν γιὰ διαφήμιση... Ἔ; Ὡραῖα δὲν εἶναι; Κι’ ἕνα γρᾶμμα - ἄσ’ το, τὸ διαβάζω ὕστερα... Λοιπόν, τὰ χεράκια σταυρωτὰ δεμένα πάνω στὸ τραπέζι - εἶναι μέρα ἐπισκέψεων καὶ μπορεῖ νἄρθει καμία μαμὰ ἤ κανένας μπαμπάς σας. Θέλω νὰ δοῦν τὴν καλλίτερη εἰκόνα, ἔτσι; Ἄ, νά! Κάποιος εἶναι!... Ἐμπρός.

Σουσού: [Ντυμένη σὰν ξεπεσμένη στὰρ μὲ ρενὰρ πράσινη, τρία μέτρα, ποὺ σὲ κάθε κίνηση μαδάει]. Μπονζοὺρ καὶ Μπὸν Τζιόρνο, ἆντε καὶ καλημέρα σας.
Θεατράς: Καλημέρα σας.
Σουσού: Ἦρθα νὰ δῶ τὴν κορούλα μου, πῶς τὰ περνάει.
Θεατράς: Μάλιστα. Ποιά εἶναι ἡ κορούλα σας;
Σουσού: Στὴν ἡλικία σας, θἄπρεπε νὰ φορᾶτε γυαλιά, ἄν δὲν βλέπετε τὴν ὀμορφιά, ὅπως τὴν βλέπει ὁ καθένας. Θεέ μου! Τί λαϊκοῦρες καὶ μπανὰλ λαουτζίκος!... Τὸ φανταζόμουνα. Κύριε, σᾶς στραβοκοιτάζω - καὶ μὲ τὸ δίκηο μου! Τί πήγατε καὶ μαζέψατε; Παιδιὰ εἶναι αὐτά;
Θεατράς: Γιατί, κυρία μου, τί ἔχουν;
Σουσού: Στάσου νὰ βρῶ πρῶτα τὴν κόρη μου, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν βρῶ - καὶ πῶς νὰ τὴν βρῶ, ἡ ἀριστοκράτις, μέσα σὲ τόσο δυσεύρετο σκουπιδαριό; Ὄχι, ὄχι, δὲν εἶν’ αὐτή, οὔτε ἐτούτη, μὰ...ποῦ ἐτὲλ κασέ; Εἶπα τώρα, στὰ γαλλικά, ποῦ εἶναι κρυμμένη; Γαλλικά, δὲν ξέρετε, γιατί, ἄν ξέρατε, θἄσασταν ἀλλοιῶς ἐδῶ μέσα... Τέλος πάντων. Ἴιιι! Αὐτὸ τ’ ἀγόρι βρωμάει σουβλακερί... Κοῖτα, κοῖτα τσῖμπλες αὐτή... - κι’ ἐκείνη!... Τσίμπλ καὶ Τσίμπλ θὰ σᾶς λέω, έσᾶς τὶς δυό, γιὰ νὰ σᾶς θυμᾶμαι. Μά, ποῦ εἶναι; Ἄ, νά τη! Ἐκεῖ τὴ βάλατε, δῖπλα στὸ παράθυρο, ν’ ἀνοίξει ξαφνικὰ καὶ νὰ πάθει, τὸ παιδί μου, πνευμονία; Ὤ, χαρά μου, ἔλα νὰ καθήσεις... ἐδῶ, ὄχι... ἐδῶ, μακρυὰ ἀπὸ τὴν πασαλειμμένη. Στάσου, ἄν θέλει νὰ περάσει κανείς, θὰ σοῦ πεῖ νὰ σηκωθεῖς. Κᾶτσε ἐκεῖ - νἆσαι καὶ μακρυά τους.
Θεατράς: Μά, κυρία μου, ἐκεῖ κάθομαι ἐγώ! Εἶναι ἡ θέσις τοῦ Διευθυντοῦ.
Σουσού: Σιλάνς, ἐσύ!
Θεατράς: [Παίρνοντας τὸ παιδί]. Ἡ κορούλα σας θὰ καθήσει..., νά, ἐδῶ!
Σουσού: Θὰ σοῦ πῶ <πρίτς> ἑλληνικὰ γιὰ νὰ τὸ καταλάβεις. Ἀπαράδεχτε! [Παίρνει τὸ παιδὶ καὶ τὸ πάει ἀλλοῦ]. Δὲν θὰ σοῦ περάσει.
Θεατράς: Ἐδῶ μέσα γίνεται ὅ,τι λέω ἐγώ.
Σουσού: Εἶμαι μάννα καὶ ξέρω καλλίτερα ἀπὸ σᾶς.
Θεατράς: Εἶμαι δάσκαλος - κι’ αὐτὸ τὰ λέει ὅλα! Τὸ παιδὶ θὰ καθήσει ὅπου τὸ βάλω ἐγώ! [Τραβοῦν τὸ παιδὶ ὁ καθένας πρὸς τὴν μεριά του, ὥσπου ὁ Θεατρὰς πέφτει ἀνάσκελα κάτω]. Ὤωωωχ!
Σουσού: Ὁ θεὸς σᾶς τιμώρησε.
Θεατράς: [Σηκώνεται, τὴν κοιτάζει βλοσυρά, ρίχνει ματιὲς στὰ παιδιά, σὰν νὰ καλεῖ “βοήθεια”, πάει στὴ θέση του, ἀναζητῶντας τὸ κύρος του]. Κυρία μου, σᾶς ἀκούω!
Σουσού: Νὰ περιμένετε νἄρθει ἡ σειρά σας. Ὁμιλῶ εἰς τὴν θυγατέραν μου! Ὁρῖστε μας! Λοιπόν, ἔχουμε καὶ λέμε: σ’ αὐτὰ τὰ παιδιά, ἐσύ, οὔτε λόγος πὼς δὲν θὰ μιλᾶς ποτέ. Τὸ πολὺ-πολύ, ἕνα “μπονζοὺρ” τὸ πρωὶ κι’ ἕνα “ὠρεβουὰρ”, ποὺ πολὺ τοὺς πάει, ὅταν θὰ φεύγεις. Καὶ τί καλὸ τοὺς μαγειρέψατε, κύριε ἀγενῆ, ποὺ πήγατε καὶ στρογγυλοκαθήσατε, μὴν σᾶς φᾶμε τὴν ἕδρα;
Θεατράς: [Σηκώνεται]. Σήμερα, τὰ παιδάκια μας θὰ φᾶνε κοτόπουλο μὲ πατάτες στὸν φοῦρνο, σαλάτα τομάτα, ἀχλάδι.
Σουσού: Χαρήκαμε. Αὐτὰ τὰ τρῶμε καὶ στὸ σπίτι. Τίποτα καλλίτερο δὲν βρήκατε νὰ σκεφτεῖτε; [Ὁ Θεατρὰς δὲν ἀπαντάει]. Ἐσύ, δὲν χρειάζεται, ἐννοεῖται, νὰ φᾶς ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τρῶνε κι’ αὐτά. Ἄν ὅμως ζηλέψεις καὶ φᾶς, στὸ σπίτι μας, τέτοιο φαγητό, ξέχασέ το.
Θεατράς: Ὅλα τὰ παιδάκια τὸ ἴδιο φαγητὸ τρῶνε καὶ εἶναι εὐχαριστημένα – ἔτσι δὲν εἶναι; [Φωνάζουν <- Ναί!>]. Πῶς λέγεστε, κυρία μου;
Σουσού: Δὲν μὲ γνωρίζετε;
Θεατράς: Πρώτη φορὰ βλεπόμαστε.
Σουσού: [Τοῦ ἁπλώνει τὸ χέρι γιὰ χειροφίλημα]. Μαντὰμ Σουσού! Ἡ πρώτη!
Θεατράς: [Χωρὶς νὰ τῆς φιλήσει τὸ χέρι]. Πές το, ντέ! Χαίρω πολύ, Θεατράς, ὁ μοναδικός. 
 
Σουσού: [Περιμένει πᾶντα χειροφίλημα]. Γεννήθηκα στὸν Πῦργο τῆς Πίτσας...
Θεατράς: [Μὴ μπορῶντας νὰ τὸ ἀποφύγει, τῆς φιλᾶ τὸ χέρι, φτερνίζεται]. Ἀψού! Κρεμμύδια... Ὁρῖστε; Ποιᾶς Πίτσας;
Σουσού: Ὲννοῶ τὸν πασίγνωστο πῦργο ποὺ γέρνει, νά, ἔτσι!
Θεατράς: [Κατ’ ἰδίαν]. Καὶ δὲν ἔπεφτε νὰ σὲ πλακώσει;... [Ἀλλοιῶς]. Ἄααα! Λέτε γιὰ τὸν πῦργο τῆς Πίζας, μάλιστα. Μέσα στὸν Πῦργο γεννηθήκατε ἤ ἔξω;
Σουσού: Ἔξω. Στὸν καθαρὸ ἀέρα. Κὰ μὲ ξαπλώσανε σὲ ψάθινο πὸρτ-μπεμπέ, μωρὸ ἐγώ, χαμογελαστό, ἀριστοκρατικό, μ’ αὐτὰ τὰ ὡραῖα δάχτυλα, πλασμένα νὰ παίζουν κιθάρα, νὰ ἰσιώνω τὶς μποῦκλες μου, λιγάκι γκρινιάρα, νὰ τὸ παραδεχτῶ, ἀλλὰ μὲ τὸ δίκηο μου, ἐφόσον...
Θεατράς: Ὥστε ἔτσι, ἔξω γεννηθήκατε. Ἔκθετο μωρὸ σᾶς εἴχανε!
Σουσού: Στὴν ἔκθεση νὰ πᾶς ἐσύ, σὰ δὲν ντρέπεσαι, μ’ αὐτὰ τὰ κόκκινα μαλλιά...
Θεατράς: [Πνίγει τὸ γέλοιο του, γνέφει στὰ παιδιὰ πὼς δὲν εἶναι στὰ καλά της, κάθεται]. Μοῦ λέτε τὸ ὄνομα τῆς κορούλας σας; Νὰ τὸ γράψω στὸν Κατάλογο...
Σουσού: Τὴν ἔχετε ἀπὸ τὸ πρωὶ καὶ δὲν ξέρετε πῶς τὴν λένε; Πᾶτε φυρὶ φυρί γιὰ καταγγελία στὸ Ὑπουργεῖο. Σουσούκα. Τὴν λένε Σουσούκα. [Στὸ κοριτσάκι]. Θὰ πάθαινες τίποτα, ἄν τοὔλεγες, Σουσούκα, τὸ ὄνομά σου; [Τὸ παιδὶ διαμαρτύρεται πὼς δὲν τὴν λένε Σουσούκα]. Ὁρῖστε, μο τὸ χαζέψατε. Στὸ τέλος, θὰ ξεχάσει κι’ ἐμένα, τὴ μάννα της. [Τὸ παιδὶ διαμαρτύρεται πάλι]. Σουσούκα, σύνελθε!
Θεατράς: Ἔχω ἀρχίσει νὰ μὴν καταλαβαίνω.
Σουσού: Καταλαβαίνετε δὲν καταλαβαίνετε, σκασίρλαμάς. Ἐμένα μὲ ἀπασχολεῖ ὅτι δὲν ἀναγνωρίζω πιὰ τὸ παιδί μου καὶ κυρίως ὅτι τὸ σπλᾶχνο μου τὸ ἴδιο λέει πὼς ἄλλη εἶναι ἡ μαμά του – νὰ τὴν χαίρεται!... Ἔχασε τὴν εὐκαιρία νὰ ἔχει μάννα ἀριστοκρατικὴ καὶ γαλλοθρεμμένη. Ἄς μείνει μὲ τὴν ἑλληνικούρα! Φιλεῖστε μου τὸ χέρι...νὰ σηκωθῶ νὰ φύγω στὸ ἐξωτερικὸ τοῦ Σταθμοῦ σας. Τί μὲ κοιτᾶτε; Φιλεῖστε το! Κι’ ἐσεῖς, φτωχὰ παιδιά, νὰ μάθετε τρόπους. Νὰ σηκώνεστε καὶ νὰ ὑποκλίνεστε...Ἀκόμα νὰ τὸ φιλήσετε, κύριε;
Θεατράς: [Τὸ φιλεῖ, ἀνόρεχτα]. Ἀψού! Ἤ κρεμμύδι εἶναι ἤ σκόρδο.
Σουσού: Σκόρδο, γιὰ τὸ κακὸ μάτι, εἶναι, φτωχὲ δάσκαλε φτωχῶν μαθητῶν. Ὥς καὶ ἡ γούνα μου δὲν σᾶς ἀντέχει ἐδῶ μέσα καὶ μαδάει – ὀρῖστε, μαζέψτε ὅ,τι μάδησε, νὰ τὄχετε ἐνθύμιον. Ὤ ρεβουάρ!
Θεατράς: Στὸ καλό, κυρία μαντάμ, καὶ θὰ χαροῦμε νὰ μὴ μᾶς ξανἄρθετε.
Σουσού: Οὔτε λόγος! Ὅταν ἐγὼ λέω “ὤ ρεβουάρ”, ἐννοῶ... [Ἔχει βγεῖ, δὲν καταλαβαίνουμε τί λέει].
Θεατράς: Δόξα τθεῷ! Λοιπόν, κοριτσάκι μου, ἐσὺ θὰ μιλᾶς πᾶντα ἑλληνικά, ὅπως ὅλοι μας, γιατί... Ἕλληνες δὲν εἴμαστε, παιδιά; [Τοῦ ἀπαντοῦν “-Ναί”]. Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι ἡ ὡραιότερη γλώσσα, ἡ πρώτη στὸν κόσμο... Τὸ τηλέφωνο! Γιὰ μὴ μιλᾶτε μιὰ στιγμή. Ἐμπρός. Ὤ, καλημέρα σας, κ. Δήμαρχε!... Μιὰ χαρά, κ. Δήμαρχε! Ἔχω τὰ καλλίτερα παιδιὰ ἐγώ. [Ἀλλοιῶς]. Κατέβα κάτω, βρωμόπαιδο, θὰ σκοτωθεῖς!... [Ἀλλοιῶς]. Ὄ-ὄχι, κ. Δήμαρχε! Ἔχουμε ἀνοιχτὸ τὸ παράθυρο κι’ ἕνα παιδί, ἀπ’ ἔξω, πάει νὰ σκαρφαλώσει στὸ ἀντικρυνὸ παράθυρο... Σᾶς ἀκούω. Θὰ μᾶς στείλετε καθαρίστρια; [Στὰ παιδιά, σκεπάζοντας τὸ τηλέφωνο]. Θὰ μᾶς στείλουν καθαρίστρια. [Στὸ τηλέφωνο]. Ὁρῖστε; Καὶ μαγείρισσα; [Στὰ παιδιά]. Θὰ μᾶς στείλουν καὶ μαγείρισσα. [Στὸ τηλέφωνο]. Καὶ δασκάλες; [Σαστίζει]. Καὶ διευθύντρια; Μά, τότε, κ. Τί θὰ κάνω ἐγώ; Τὰ παιδιὰ μὲ μάθανε καὶ μ’ ἀγαποῦν... Ναί, τὸ καταλαβαίνω, εἶναι μικρά, τῆς ἀγκαλιᾶς καὶ θέλουν τὴ μαμά τους, ναί, καὶ οἱ κυρίες ὅλες εἶναι, πῶς νὰ τὸ κάνουμε, μαμάδες, ἀλλὰ... [Ἀλλοιῶς]. Ἔκλεισε ἡ γραμμή. [Ἀλλοιῶς]. Καταλάβατε; Δηλαδή, ἐγώ, πάλι θὰ βγῶ στοὺς δρόμους, πάλι θὰ ψάχνω γιὰ δουλειά... Πῶ! πῶ! Τὸ κεφάλι μου...
 [Μουσική: “τὸ πέταγμα τῆς μέλισσας”, Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακωφ].
 Ζαλίζομαι. Μιὰ ἀσπιρίνη...Ἔχει κανείς σας μιὰν ἀσπιρίνη; [Τὰ παιδιὰ τοῦ δίνουν στὰ ψέμματα]. Εὐχαριστῶ. [Κάνει πὼς τὴν πίνει μὲ νερό]. Τώρα, πρέπει νὰ μαζέψω καὶ τὰ πράγματά μου. Σᾶς παρακαλῶ, γιὰ καθεῖστε ὅλοι ἴσια μπροστὰ στὰ τραπεζάκια σας, μὲ τὰ χεράκια δεμένα ἔτσι, καὶ τὸ χαμόγελο φαρδὺ-πλατύ. Ἔτσι μπράβο! Δὲν θέλω, τώρα στὶς δώδεκα ποὺ θἄρθουν οἱ κυρίες, νὰ ποῦν πὼς τάχα δὲν σᾶς ἔμαθα καλοὺς τρόπους... Ἡ τσάντα μου, - αὐτὸ μέσα, ἐτοῦτο... ὤ, τὸ κεφάλι μου! Ἐσεῖς, ποῦ νὰ καταλάβετε ὅμως! Ὅλα τἄχετε καὶ σᾶς ζηλεύω... Ἕτοιμη ἡ τσάντα. Ἕνδεκα καὶ εἴκοσι κιόλας. Ὤ, κι’ αὐτὸ τὸ γρᾶμμα – ἄσ’ το, νὰ τὸ διαβάσει ἡ καινούργια διευθύντρια, ποὺ θἄρθει στὶς δώδεκα. Ἐγὼ νὰ πηγαίνω... [Ἕτοιμος νὰ δακρύσει]. Γειά σας, παιδιά! Καὶ σᾶς εὐχαριστῶ. [Πνίγει ἕναν λυγμό, βγαίνει βιαστικά. Ξαναμπαίνει]. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἀφήσω. Ζαλίζομαι. Θὰ καθήσω ὥσπου νἄρθουν. Μόνα σας, θὰ στενοχωρηθεῖτε. Ψάχνω αὔριο γιὰ δουλειά. Γιὰ νὰ δῶ αὐτὸ τὸ γρᾶμμα, μὴν εἶναι κανένας λογαριασμὸς γιὰ τὸ φῶς, τὸ νερό... [Ἀνοίγει τὸν φάκελλο, ξαφνιάζεται]. Τί εἶν’ αὐτό; Δὲν βλέπω κιόλας χωρὶς γυαλιά... Νά, ἐδῶ, βλέπω καλλίτερα. 
[Διαβάζει σχετικὰ δυνατά, ἀλλὰ μὲ κόπο, σὰν κάτι δυσανάγνωστο]. “Κύριε Θεατρά, διὰ τῆς παρούσης σᾶς κάνουμε γμωστὸν ὅτι... μμμ μμμ καὶ διευθύντρια στὸν Παιδικὸ Σταθμό” [Ἀλλοιῶς]. Καλά, αὐτὰ μᾶς τἆπες κι’ ἀπὸ τηλεφώνου, χαρήκαμε! [Ξαναδιαβάζει μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον καὶ ἔνταση]. “...Ἐσεῖς, καθ’ ὅσον γνωρίζουμε, εἴσαστε προικισμένος μὲ ἱκανότητες θεατρίνου... γι’ αὐτό, ...ἔχετε τὴν ἔγκρισή μας... νὰ πηγαίνετε στοὺς Παιδικοὺς Σταθμούς, ...καὶ νὰ τοὺς παίζετε...” [Δὲν διαβάζει ἆλλο, πετάει ἀπὸ χαρά]. Καλέ! Θὰ τρελλαθῶ! Καθόμουν τόσην ὥρα καὶ δὲν διάβαζα τὸ γρᾶμμα; Ἐδῶ, ἀναγνωρίζουν τὸ ταλέντο μου... Μοῦ πέρασε κι’ ὁ πονοκέφαλος! Θἆμαι ὁ ἠθοποιός σας, θἄχω δουλειά, τί καθόμαστε; Σηκωθεῖτε νὰ ξεφαντώσουμε. Πᾶρτυ. Ὅλοι κι’ ὅλες, χορό! [Μουσική. “Κὲ λὰ λά”, Ρενάτο Καροζόνε κι’ ἀπὸ πάνω ὁ Θεατράς, χορεύοντας πότε μὲ τὸ ἕνα καὶ ότε μὲ τὸ ἆλλο, ὅλα τὰ παιδιά, στὴν ἀγκαλιά του, στοὺς ὤμους του, ὅπως τοῦ κατέβει].

Ὁ Θεατράς μας ἔχει κάτι στὴν ματιά,
ποὺ μαγνητίζει κάθε μέρα τὰ παιδιά.
Ὁ Θεατράς μας, ὅταν κλαίει, ὅταν γελάει,
ἀξίζει ἕνα χεριροκρότημα θερμό!
- Θέλω θέατρο, μαμά!
Νἆναι μὲ τὸν Θεατρά.
Ἀγαπάει τὰ παιδιά,
μοῦ μιλάει στὴν καρδιά.
- Ἐγὼ σᾶς ξέρω ἀπὸ τὴν καλὴ
καὶ κάθε μέρα κάνω προσευχή,
μὲ εὐτυχία, γέλοιο καὶ χαρά,
νὰ συναντιώμαστε ἐδῶ, παιδιά!
Παρὰ παπάμ, παρὰ παπάμ, παρὰ παπάμ,
τουροὺ τουτάμ, τουροὺ τουτάμ,
βούτυρο βιτάμ,
παρὰ παπάμ, παρὰ παπάμ, παρὰ παπὶμ πάμ,
πουροὺ παπόμ, πουροὺ παπόμ καὶ πάλι πόμ!
- Θέλω θέατρο, μαμά!
Νἆναι μὲ τὸν Θεατρά.
Μοῦ μιλάει στὴν καρδιά,
ἀγαπάει τὰ παιδιά.
Καὶ λα λὰ καὶ λαλά...

[Ἐνῶ ξεφαντώνουν, σὰν νὰ βλέπει ξαφνικὰ τὸ Προσωπικὸ τοῦ Παιδικοῦ Σταθμοῦ].

Ἄ, ἤρθατε; Παραλάβετέ τα, φᾶτε τα, κᾶντε τα ὅ,τι νομίζετε. Δικἀ σας εἶναι. Παιδιά, νά τες, ἤρθανε. Καλωσορῖστε τις. Καὶ χειροκροτεῖστε με, ὅπως κι’ ἀγὼ σᾶς χειροκροτῶ, π’ ἀγαπᾶτε τὸ θέατρο.
Αὐλαία.


-----------------------------
(*) Δὲν θέλω νὰ παραλείψω αὐτό: μία διευθύντρια Παιδικοῦ Σταθμοῦ, στὴν Κυψέλη,  μοῦ εἶπε:
- Κύριε Γιάννη, τὸ ἔργο σας εἶναι ἐξαιρετικὰ ὡραῖο, ἀλλά, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε: δὲν ὑπάρχει θεός. Γιατί θέλετε, σώνει καὶ καλά, νὰ λέμε τέτοια ψέματα στὰ παιδιά;














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου