Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

       

Ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα “Θεσσαλία”, στὸν Βόλο, 4.2.1979.
~~
Θείας-Λένας μνημόσυνο.

Ὥρα δώδεκα καὶ ὁ χρόνος ἀλλάζει. Μὲ μιὰν ὑπονοούμενη λάμψη μπαίνει στὸ 1979., τὴν χρονιὰ τοῦ παιδιοῦ. Ἡ μάννα μου μ’ ἀγκαλιάζει καὶ μὲ φιλᾶ. Εἶμαι παιδὶ κι’ ἔχω τὴν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ. Χριστὸς εἶμαι γιὰ τὴν μάννα μου. Καὶ κάθε μάννα εἶναι Παναγία γιὰ τὸν γυιό της. Μάννα! Παιδί! Θἄπρεπε νὰ φυτευτεῖ ἕνας κῆπος τοῦ παιδιοῦ. Δὲν ξέρω πῶς νὰ τὸν φανταστῶ. Δὲν ξέρω κἄν νὰ τὸν ὑποδείξω. Πάντως νὰ λέγεται Κῆπος τοῦ Παιδιοῦ. Καὶ νἄχει μέσα κι’ ἕνα θέατρο γιὰ τὰ παιδιά – κάθε ἡλικίας. Μά, ὑπάρχει ἤδη ἕνας κῆπος. Ὁ κῆπος τῆς θείας-Λένας μ’ ἕναν βράχο καὶ μιὰ πλάκα: “Κῆπος Ἀντιγόνης Μεταξᾶ – Κροντηρᾶ, θείας-Λένας”.
Θάνατος; Λουλοῦδι; Εἶναι περίεργη ἡ ψυχολογία τοῦ παιδιοῦ. Μεγαλώνει καὶ γίνεται πιὸ παιδί. Ἀντικρύζει τὸν βράχο καὶ τὴν πλάκα, θυμᾶται καὶ... - ἀρκεῖ μόνο ποὺ θυμᾶται – ὁ βράχος γίνεται λουλοῦδι.
Δὲν εἶμαι ἀπὸ κείνους ποὺ πιστεύουν στὴν ἄλλη ζωή: αὐτὴ ἐδῶ μοῦ ἀρκεῖ. Ἡ μετέπειτα μνήμη εἶναι κάτι ποὺ πλησιάζει τὴν μυστικοπάθεια γιὰ μένα. Προτιμῶ τὴν ἀνάμνηση, τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ μόχθου τῆς Ἀντιγόνης Μεταξᾶ ἀπὸ τὴ σκέψη πὼς μπορεῖ τώρα νὰ ἔχει μετοικήσει σὲ κόσμον ἆλλο. Ἄλλωστε ἡ πολυαγαπημένη της φωνὴ καὶ τὸ ἔργο της τὴν κρατοῦν ἐλεύθερη πολιορκημένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας στὸν κόσμον αὐτόν.
Δὲν ἔχω καθόλου τὸ συναίσθημα ὅτι γράφω μνημόσυνο. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου καθισμένο μπροστὰ σ’ ἕνα τραπέζι, στὸ μπαλκόνι τῆς θείας-Λένας. Ἀντίκρυ μου, μιὰ φωτογραφία της, γελαστή, ἀθώα. Λίγο πιὸ κεῖ, ὁ σύζυγός της, ὁ Κῶστας Κροντηρᾶς. Μαζύ του σχεδιάζουμε τὸ μέλλον μου. Ὁ δάσκαλος μὲ κάνει νὰ νιώθω μικρὸ παιδί, μὲ ὁλάνοιχτα μάτια, γεμάτα λαχτάρα νὰ μάθω. Ὁ καινούργιος μου δάσκαλος ἔχει ἕναν μαθητὴ στὴν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κάθε τόσο ρίχνει κλεφτὲς ματιὲς στὶς φωτογραφίες τῆς θείας-Λένας.
Ἀντιγόνη Μεταξᾶ! Ἕνα ἁγνὸ χαμόγελο, δυὸ λαμπερὰ μάτια. Καὶ κρεμασμένο στὴν πλάτη της, εὐτυχισμένο, ἕνα κοριτσάκι – ἡ ἐγγονούλα τους; Δὲν ρώτησα ποτέ. Ἴσως γιατί ὅλα τὰ ἑλληνόπουλα διεκδικοῦν αὐτὴν τὴ θέση, ἕνα-ἕνα μὲ τὴ σειρά του, νὰ κρεμαστεῖ στὶς πλάτες τῆς τερπνῆς κι’ ἐφέλιμης θείας – σχεδὸν μαμᾶς - Λένας. Θυμᾶμαι τὸν Χριστὸ μὲ τὸ ἀρνὶ στοὺς ὤμους.
- Δὲν μὲ προσέχεις. Ἀφαιρέθηκες.
Ἀπὸ τὶς σελίδες αὐτὲς θὰ μάθει ὁ δάσκαλος τὸν λόγο τῆς ἀφαίρεσής μου. Εῖπα ἀφαίρεση; Ψέματα: πρόσθεση. Μὲ τὴν ἀόρατη παρουσία τῆς θείας-Λένας διαπιστώνω μιὰ γρήγορη πρόσθεση ἀπὸ συναισθήματα, ἀναμνήσεις, παιδικὰ ὄνειρα - τὰ θεμέλια γιὰ νὰ χτιστεῖ ἡ ὡριμότητα τῶν τριᾶντα, τῶν σαρᾶντα, ...τῶν ἑξῆντα χρόνων. Ποιός δὲν ἔζησε μὲ τὴν θεία-Λένα στὸ Ραδιόφωνο;
Καὶ ὅμως δὲν τὴν γνώρισα ποτέ. Ἐκείνη καὶ ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος μὲ ἔχουνε κάνει νὰ σκεφτῶ πολλὰ γιὰ τὴν παιδικὴ λογοτεχνία – κάτι ποὺ φοβᾶμαι καὶ νὰ τὸ διανοηθῶ. Πῶς νὰ γράψεις γιὰ τὸ παιδί, ἔστω καὶ μιὰ σελίδα;
Καὶ ὅμως, αὐτοὶ οἱ δύο ἔγραψαν τόμους. Ὁ ἆθλος εἶναι περισσότερο δικός της. Ἀφιέρωσε τὰ πᾶντα στὸ παιδί. Ἔγραψε, μίλησε μονάχα γιὰ τὸ παιδί. Ἀγκάλιασε μονάχα τὸ παιδί, τόσο ζεστὰ καὶ στέρεα πού - ὅπως μαθαίνω - ξέχασε κάθε ἄλλη γεύση ζωῆς.
Μπαίνεις σ’ ἕνα βιβλιοπωλεῖο ἤ σὲ κάποιο σπίτι μὲ βιβλία καὶ δεσπόζουν τὰ ἔργα της. “Ἡ νέα ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ παιδιοῦ”, “Ἡ ἐγκυκλοπαίδεια τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας”... Στὰ χέρια μου ἕνα ὑπόδειγμα θεατρικῆς διασκευῆς στὸν “Μικρὸ Λόρδο”. Οἱ σκηνὲς ἐναλλάσσονται ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ποὺ πρέπει, μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ποὺ πρέπει, μὲ τὴν ζωντάνια τοῦ λόγου ποὺ δὲν χωράει ἔλεγχο. Πάνω στὸ δαχτυλογραφημένο κείμενο, μιὰ σημείωση μὲ τὸ χέρι της, γράψιμο ὀρθό, συνεχόμενο, καλαίσθητο. Προεκτείνετε τὰ τρία ἐπίθετα στὴ ζωή της – στὸ ἔργο της τουλάχιστον, αὐτὸ ποὺ ὑπῆρξε ἡ μόνη προσφιλής μας ἔνεση μὲ αἷμα πνευματικὸ καὶ αἰσιόδοξο.
Εἶναι περίεργο. Κυκλοφορῶ μέσα στὸ σπίτι ποὺ ἔζησε τὰ τελευταῖα της χρόνια καὶ νομίζω πὼς ἔχει βγεῖ ἔξω, στὴν ΕΡΤ καὶ ὅπου νἆναι θἄρθει. Ἀναζητῶ τὸ γραφεῖο της. Δὲν ὑπάρχει. Ἴσως γιατί τὴν φαντάζομαι παντοῦ. Ὅπου κι’ ἄν στεκόταν πρέπει νὰ ἔγραφε – ἀλλοιῶς πῶς τὰ προλάβαινε;
Εἶναι παράξενο. Ὁ σύζυγός της ἔχει τόσο ἔντονη προσωπικότητα – ξέρετε τί μοῦ θυμίζει μὲ τὸ καπελάκι καὶ τὴν κοιλίτσα, τὸ παλτὸ καὶ τὴν τσάντα; Τὸν συνταξιοῦχο ἐπιθεωρητὴ Μαιγκρέ, σὲ νέες περιπέτειες! Καὶ ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κάνει νὰ ξεχάσω πὼς βρίσκομαι στὸ σπίτι Ἐκείνης. Πᾳράξενο; Γιατί; Ἐκείνη μὲ γαλούχησε. Ἐκείνη προβάλλει διαρκῶς μπροστά μου – ὅπως καὶ τὸ σπίτι ὅπου ἔζησα παιδί, καὶ ποὺ τὸ βλέπω διαρκῶς στὸν ὗπνο μου.
Ἔχω σαφεστατη ἐπίγνωση πὼς γράφω μνημόσυνο Ὅμως δὲν τὸ φαντάζομαι. Μὲ διαψεύδει τὸ αἰώνιο παιδί μέσα μου.
Καλημέρα σας, παιδιά,
τρὰ λὰ λά..., τρὰ λὰ λά...,
Ζεῖ τὸ παιδί. Ζεῖ ἡ θεία-Λένα. Μνημόσυνο θὰ τῆς κάνουν οἱ ἑπόμενες γενιές, αὐτὲς ποὺ θὰ βροῦνε τὸ γραφτό της ἔργο, χωρὶς νὰ τὴν ἔχουνε ζήσει ἄμεσα, >οπως ἐμεῖς, τόσες γενιές.
Ἄν φανταστῶ, ἄν νιώσω, ἄν ἐπαληθεύσω στὸν ἑαυτό μου πὼς γράφω μνημόσυνο στὴ θεία-Λένα, ἴσως τότε νὰ ἔχω γεράσει - κι’ ἆλλο ἀφ,ανταστο: νὰ γεράσει ποτὲ τὸ ἐγώ, ἡ καρδιά, αὐτὴ ποὺ γνώρισε φῶς!... Ἕνα φῶς, ἡ Ἀντιγόνη Μεταξᾶ - Κροντηρᾶ. Ἀνᾶψτε το: ἡ θεία-Λένα.

Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, ὥρα 2.00, 1.1.1979.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου