Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Ἐδῶ Διάπλασις τῶν Παίδων, 3ο, 21.1.1964.
~
Τὸ τραγοῦδι τοῦ ἀλήτη.

Ἦταν γύρω τόση παγωνιά! Καὶ στοῦ δρόμου τὴν ἔρημη γωνιά, πλάι στὰ χαλάσματα, σὲ μιὰ φτωχούλα γειτωνιά, ἕνας ἀλήτης χαμογελᾶ. Μὲ θλίψη, χωρὶς οἱ δυό μας νὰ μιλᾶμε, μὲ κοιτᾶ... Κάθε τόσο μέσα του κρασὶ - ποὺ πόνους σβήνει - κατρακυλᾶ.
Κι’ ἡ καρδιά μου τὴ δική του λαχταρᾶ νὰ συναντήσει. Τοῦ ἀλήτη τὸ μεθύσι ξομολόγηση θὰ κάνει. Τοὺς καημούς μας λίγο-λίγο θὰ τοὺς σβήσει.
Κι’ ἤπια ἀπ’ τὸ δικό του τὸ ποτῆρι - τῆς καρδιᾶς μου ἡ συμπόνοια δὲν χαλᾶ ποτὲ χατῆρι... Κι’ ὅλα γύρω μας χορὸ ἀρχίσαν, πόθοι πρόλαβαν καὶ σβῆσαν, μὰ καημοὶ - ὤ, τί καημοί! - στοὺς ἀνέμους ἀνεμίσαν... Μαζύ τους φύγαμε γιὰ ἕνα ταξεῖδι γύρ’ ἀπ’ τὴν ψυχή...
Κι’ ἐκεῖνος πῆρ’ ἀναπνοὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγοῦδι.
- Κι’ ἄν εἶμαι ἀλήτης ἔχω ὅμως καρδιά, στὴν καρδιά μου... τὴν καρδιά μου ἀγάπη χτυπάει.
- Τὸν κόσμο κι’ ἐγὼ ἀγαπῶ! εἶπα. Ἡ ἀγάπη μακρυὰ - πολὺ - θὰ μᾶς πάει! Θὰ φύγουν μαζύ της οἱ τόσοι καημοί...
- Ἄ, τὸ δόλιο, ἀλήθεια, τὸ κρασί. Νἄξερες, μὲ τοῦτο δὰ βλέπω τὸ Θεό μου!...
- Μὴν πίνεις τόσο πολὺ κρασί.
- Τὸ πιστεύω κι’ εἶμαι κοντὰ στὸ Θεό μου! Ἡ γωνιά μου αὐτὴ - ὅταν τὄχω συντροφιὰ - νἄξερες, εἶναι ὁ παράδεισός μου!
- Ὄχι.
- Γιατί;
- Θἄπρεπε νἄχεις δικό σου ἕνα σπίτι, νἄχεις παιδιά! Τὰ παιδιὰ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας... Τ’ ἀγαπᾶς τὰ παιδιά;
- Ὅ,τι εἶναι ἁγνὸ τ’ ἀγαπῶ.
- Λατρεύω τὰ κόκκινα μάγουλά τους.
- Εἶχα...κι’ ἐγώ, κάποτε, ἕνα παιδί. Πίστεψε, ἤτανε ἄγγελος παιδί...
- Τί ἀπόγινε;
- Οἱ Γερμανοὶ τὄστειλαν μαζὺ μὲ τοὺς ἀγγέλους...
Ἔγινε λίγη σιγή.
Κι’ εἶπα τότε δειλά: - Εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ πιότεροι κακοί.
- Ὄχι. Ποιός σοῦ εἶπε, τὶς μέρες ἐτοῦτες, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη στὰ στήθια;
Κι’ ἔνιωσα φταίχτης κι’ ἐγώ. Γιατί ἀρνήθηκα ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὴν ἀγάπη. Γιατί ἐκεῖνος, στὸ μεθύσι του, στὴ λησμονιά του, γνώριζε καλὰ τὴν ἀγάπη...
- Δὲ μὲ γελᾶ ὁ πόνος νὰ πῶ πὼς δὲν ὑπάρχει, εἶπε.
Ἤπιε ὕστερα κι’ ἆλλο κρασί.Κοίταξε μακρυά. Βραχνὴ - τότε - καὶ σβησμένη ἡ φωνή του γέμισε τὴν ἐρημιά:
- Χά!... Δὲν εἶναι ποτὲς
- μὰ ποτὲς -
ἄδεια ἡ ζωή μας...
Ἔγειρε τὸ κεφάλι του στὸν ὦμο καὶ δάκρυσε ἀνασκελεύοντας στὴ θύμησή του τὰ παληά. Ἡ συμπόνοια κι’ ἄν πνίγει τὴ μιλιά, πᾶντα σμίγει τὴ μιὰ καρδιὰ μὲ τὴν ἄλλη. Ἔτσι καὶ τώρα ὁ πόνος του κάτι σ’ ἐμένα θυμίζει... Καὶ ὁ πόνος κάτι θέλει νὰ θυμίσει καὶ σ’ ἐμένα. Γίνεται ὁ πόνος τρέλλα καὶ ἐλπίζω καὶ τραγουδῶ.
- ...Ὅταν μὲ δάκρυα
- τόσα δάκρυα! -
χτίζεται...
Καὶ ξαφνικὰ παίρνω θᾶρρος καὶ λέω:
- Δὲν πρέπει, ἄνθρωπέ μου, νὰ πονᾶς.
- Εἶμαι μόνος...
- Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μόνος... Μόνος ὅταν εἶσαι, τὸν βλέπεις κοντά σου τὸ Θεό. Πᾶψε νὰ κλαῖς!... Μίλησε!... Γέλασε!... Κι’ ἐγώ, δές, μόνος εἶμαι!
- Ποιός σοῦ λείπει;
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
- Κλαῖς; μὲ ρώτησε.
- Κοίταξέ με. Ἔχω δίκηο νὰ κλαίω. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν κλαίω...
- Πές μου, τί ἔχεις;
- Πὲς πὼς εἶμαι παιδί σου!... Μοιάζω;
Μὲ κοίταξε σιωπηλά:
- Στὰ χρόνια σου θἆταν ὁ γυιός μου! Εἶπε μὲ πόνο καὶ κάποιο καμάρι.
- Πὲς πὼς εἶμαι ἐγώ...
- Τί θὰ βγεῖ;
- Πὲς πὼς ἐσύ εἶσαι ὁ πατέρας μου! Γιατί τὸν ἔχασα τὸν πατέρα μου. Θέλεις;
- Τί θὰ βγεῖ;
- Ἡ χαρά.
- Θἆναι ψεύτικη.
- Ναί. Θἆναι ψεύτικη. Κάθε χαρὰ εἶναι ψεύτικη. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα χαρά.
- Ὄχι. Ἡ ἀγάπη πᾶντα φέρνει χαρά. Ἄς μὲ λένε ἀλήτη. Ἐγὼ πλούτη καὶ δόξα τ’ ἀρνήθηκα. Μοῦ ἀρκεῖ - τὸ Θεὸ μάρτυρά μου σοῦ βάζω - ποὺ γυρνῶ στοὺς δρόμους, κοιμᾶμαι συντροφιὰ μὲ τραγούδια, τραγούδια ἀγάπης, τραγούδια παληά...
- Μὲ τραγούδια ἀγάπης κοιμᾶμαι κι’ ἐγώ.
- Μὲ κοιμίζουν γλυκὰ-γλυκά... Μὲ τὰ χαράματα ξυπνῶ καὶ - στ’ ἀλήθεια – δὲν ξέρω μὲ ποιόν σκοπὸ ν’ ἀρχινήσω! Καὶ τραγουδῶ: “Σ’ γαπῶ... σ’ ἀγαπῶ” στοὺς ἀνθρώπους, στὰ πουλιά, στὸν ἀέρα. Κι’ εἶναι ὅλα τότε δικά μου. Κι’ εἶμαι ὅλος τότε γι’ αὐτά.
Ὁ ἀλήτης ἔφυγε. Κι’ ἀπόμεινα μόνος στὴν παγωνιά. Οἱ σκέψεις; Ὁ πόνος; Ἡ μοίρα; Ὤ! Τίποτ’ άπ’ αὐτὰ δὲν φοβᾶμαι κι’ ὅλα πιὰ - τώρα – τὰ πολεμῶ. Γιατί ξέρω τὸν κόσμο δικό μου.
Στὸ σκοτάδι καὶ στὴν παγωνιὰ λαμπυρίζει, ναί, τώρα, ποὺ μὲ νέαν ἀγάπη ἀνθίζει, τὸ χαμόγελό μου.

Μικρὸς Λογοτέχνης.
~
Ἱστορικὸ τῆς δημοσιεύσεως:

Τὰ Διαπλασόπουλα συναντιόμασταν κάθε Παρασκευὴ ἀπόγευμα στὰ Γραφεῖα τῆς Διαπλάσεως τῶν Παίδων, Χρήστου Λαδᾶ 3.
Ἐκεῖ εἶχα διαπιστώσει καὶ ποιό ἦταν τὸ γραφεῖο (ἔπιπλο) τῆς ἐξαιρετικῆς κυρίας Γεωργίας Δεληγιάννη-Ἀναστασιάδη (ποὺ κάποτε μὲ ἔστειλε στὴν Φιλολογικὴ Βραδυνή, νὰ δῶ τὸν Μπάμπη Δ. Κλάρα, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ μοῦ δημοσιεύει διηγήματα μὲ ἔνθουσιασμό).
Λοιπόν, ὅλα τὰ χρόνια στὴν Διάπλασι δημοσίευα μὲν στὴν Σελίδα Συνεργασίας Ἀναγνωστῶν ἀλλὰ πᾶντα μὲ σχετικὴ... γκρίνια άπὸ μέρους τοῦ Νέστορα Μάτσα, ὅτι τὰ γραφτά μου ἦταν δύσκολα καὶ κάπως ἀκατάλληλα γιὰ παιδιά. Κάπου καταλάβαινα κι’ ἐγὼ ὅτι τὸ νὰ γράψω κείμενο γιὰ μικροὺς ἀναγνῶστες στὰ καθιερωμένα πλαίσια καὶ ὅρια μοῦ ἦταν δύσκολο, μὴν πῶ κι’ ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Εἶχαν κάτι πονεμένο, ψυχογραφικό, τὰ γραπτά μου.
Διεπίστωσα λοιπόν ὅτι οἱ Συνεργασίες τῶν Διαπλασόπουλων περνοῦσαν κι’ ἀπὸ τὰ χέρια τῆς κας Γεωργίας, μὲ τὴν κριτικὴ ἐπάνω τοῦ κου Νέστορα. Ἐκείνη, ἔβαζε σ’ ἕνα ντοσιὲ ὅσα ἀπορρίπτονταν καὶ σ’ ἕνα ἆλλο ντοσιὲ ὅσα προορίζονταν γιὰ δημοσίευση. Ὅταν μὲ πίκρα κι’ ἀπελπισία βρῆκα τὸ “Τραγοῦδι τοῦ ἀλήτη” στὰ ἀπορριπτέα, μὲ μιὰ ταχυδακτυλουργία τὸ χειρόγραφο μετακόμισε στὰ... πρὸς δημοσίευσιν.
Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα τὸ κείμενο βρισκόταν στὴν διάθεση τοῦ καθενὸς νὰ τὸ διαβάσει. Ἔγινε σκάνδαλο. Καὶ καθὼς μοῦ εἶχε προκύψει καὶ ἕνας ἔρωτας - ὁ πρῶτος μου – ἆλλο ποὺ δὲν ήθελαν, πολλοὶ καὶ διάφοροι, νὰ πιάσουν τὸν ἐκδότη καὶ διευθυντή, ὁ ὁποῖος μὲ κάλεσε καὶ τἄκουσα γιὰ τὰ καλά.
- Εἶστε ἀνεπιθύμητος ἐδῶ μέσα.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου