Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Οἱ λᾶθρο...

Σιχαινόμουν τὴν τουρκιά τους,
ἀλλὰ τώρα τὴν ποθῶ,
μὲ μαγεύει ἡ θωριά τους
κι' ἀπ' αὐτούς, ἄς γκαστρωθῶ.

Νἄχουνε τὸ παραδάκι
- ποὺ τοὺς δίνουμε ἐμεῖς -
ἄχ, νὰ νιώθω μπασταρδάκι...
ἀλλὰ κι' ὀπισθογεμής!

Θέλω νὰ τοὺς δῶ,
θέλω νὰ τοὺς δῶ,
θέλω νὰ δῶ τοὺς λᾶθρο,
τοὺς λᾶθρο, τοὺς λᾶθρο,
θέλω νὰ δῶ τοὺς λᾶθρο
νὰ μᾶς κυβερνοῦν.

Στὴ Βουλή μας, ὅταν μποῦνε,
ποὺ δὲν ἔχει πιὰ Χριστό,
χίλι' <Ἀλλὰχ!...Ἀλλὰχ!...> ἀρκοῦνε
κι' ἐγὼ νὰ ξεφτυλιστῶ.

Τί τὴ θέμε τὴν Ἑλλάδα,
τῆς σημαίας τὸ πανί;
Ὥς κι' ἡ Ἀθηνᾶ Παλλάδα
βγῆκε παρακατιανή.

Θέλω νὰ τοὺς δῶ,
θέλω νὰ τοὺς δῶ,
θέλω νὰ δῶ τοὺς λᾶθρο,
τοὺς λᾶθρο, τοὺς λᾶθρο,
θέλω νὰ δῶ τοὺς λᾶθρο
νὰ μ' ὀθωμανοῦν!

Κι' ἐπιτέλους, οἱ ἀρχαῖοι
τί γυρεύουν ἀπὸ μᾶς;
Πόσο ἀξίζουνε τὰ κλέη,
ὅταν τὰ βαρυγκωμᾶς;

Ἀθήνα, πόλις σιχαμερή, ὥρα 8:41.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου