Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

~
Κλινοσοφιστεῖες
~
Εικόνα <------ Ὁ ἀποξυόμενος.

Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Πέντε ἔρωτες, δέκα κανόνες καὶ ἆλλα παρόμοια!...
~
----------------------------------------------------------καὶ ξάπλωσα γυμνούλης, μὲ τὸ χέρι ἐκεῖ. Ὁπότε θυμήθηκα:

Ἐν ἀρχῇ ἦταν ὁ μπαμπάς μου καὶ ἡ μαμά μου. Ἐν μιᾷ ριξιᾷ, συνελλήφθην ἐγώ. Ἐγεννήθην σχεδὸν μετακατοχικός,
26 Αὐγούστου 1944.
Καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἐσιχάθη. Συνάμα ὅμως μοῦ έπέτρεψε (μὲ πρόσταξε διὰ τὴν ἀκρίβειαν) νὰ σιχαθῶ καὶ ἐγὼ κάτι - ὅ,τι ἐγούσταρα - γιὰ νὰ ξέρω ἐνσυνειδήτως, ἔτσι, τί θὰ πεῖ «βδελύσσομαι» καὶ νὰ ἀναλογισθῶ, διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου, τὴν δίκαιην ἀπέχθεια τοῦ Παναγάθου γιὰ μένα τὸν ἐξελιχθέντα σὲ ὑπὲρ-ἁμαρτωλό, ποὺ ἐπέζησα τῶν κατοχικῶν φυματιώσεων ἀπὸ διαβολοκὴν τύχη.
Ἄκου νὰ σιχαθῶ ὅ,τι γουστάρω! Ἀλλά...στὸν Ὕψιστον: ὑπακοή. Ἐγώ, ποὺ δὲν σκύβω τὸ κεφάλι.
Προθεσμία νὰ ἀποφασίσω: 30 δεύτερα, ὥσπου νὰ μπήξω τὸ πρῶτο μου κλάμα. Οὔτε κεραυνὸς τοῦ Δία δὲν θὰ προλάβαινε. Γιατί, μπορεῖ στὴν σκέψη νὰ εἶμαι σαΐνι (καὶ λίγο λέω), ἀλλά, ἐν προκειμένῳ, δοκιμάστηκα σφόδρα. Τοὐλάχιστον νὰ μοῦ παραχωροῦσε 45 δεύτερα...Τί νὰ πρωτοσιχαθῶ στὴν σιχαμερὴν Ἀθήνα, ποὺ μᾶς κληροδότησε μὲν ὁ Πε-
ρικλὴς, τὴν ἀλλοίωσε δὲ ὁ Παῦλος, τέλος τὴν ἀπαυτώσανε οἱ νεο-Ἕλληνες; Μπρὸς γκρεμὸς (σκυλάδικα) καὶ πίσω ρέμα (ἀλλοδαπάδικα). Πόλις ἐσχάτης ὑποστάθμης. Προσέτρεξεν ἀρωγὸς τὸ ἅγιον πνεῦμα τῆς αὐτοσυντήρησης καὶ τὸ ἔριξα στὸ ἄ-μπὲ-μπὰ-μπλόμ. Καὶ «βγῆκε» ἡ ὁδὸς Ἁγίου Κωνσταντίνου τὴν Κυριακή (ὅ,τι ἀπ' ὅ,τι σιχαίνομαι πιὸ πολύ).
Ντάν, πάνω στὰ 30 δεύτερα, σὰν καμπάνα σᾶς λέω!... Ξεφούρνισα τὴν ἀπόφασή μου καὶ κέρδισα.
Ὁ Θεὸς ἔμεινε μετέωρος, μεταξὺ ἱκανοποιήσεως (ποὺ Τὸν ὑπάκουσα) καὶ δυσαρεσκείας. Δὲν ἤθελε δὰ ἀνάμιξην ἁγίων πρωὶ-πρωὶ μὲ τὴν δροσούλαν - τότε ποὺ ἐγείρεται καὶ τὸ κλινοσοφιστεῖν. Σάστισε, τοῦ ἔπεσε τὸ τσιγάρο καὶ τὸ πάτησα.
Ποιό ὑπῆρξε τὸ σκεπτικόν μου; Πρὶν σᾶς τὸ ἐκθέσω, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι δὲν ἦταν ἕτοιμη προφητικὴ ἀπάντηση, ὅπως δὲν ἦταν λίγα καὶ τὰ κιλὰ ἱδρῶτος τῆς ἀγωνίας μου. Ἀλλά, νά: ἔδειξα πάλι ἀντάξιος τοῦ «καθ' ὁμοίωσιν», ποὺ πᾶ νὰ πεῖ: ταχεία σκέψις ἀποτελεσματική ἔστω καὶ ὀλεθρία.
Ἄχ! Ἐπὶ τῆς ἐν λόγῳ ὁδοῦ, ἔχει στηθεῖ τὸ Ἐθνικὸν Θέατρον, ὅπου, μὲ θεῖον ρίγος, πρωτο-εἶδα τὴν Κατίνα Παξινοῦ ὡς Μπερνάρντα Ἄλμπα καὶ ἔπαθα. Ἐκεῖ ἔνιωσα χιλιάδες ἠθοποιονειροφαντασίες. Ἐκεῖ πρωτοπάτησα σανίδι...Ἐκεῖ ἔξω, μέχρις ἐσχάτως, ἐπὶ χρόνια, ἔδινα τὰ ραντεβού μου μὲ τὸ κομπλεξικὸ φίδι, ποὺ νόμιζα πὼς μ' ἀγαποῦσε, ὥσπου ἔλαβα
τρανὴν μαρτυρίαν κέρατος. Πιὸ τρανὴ δὲν γινόταν. Ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένην.
Βέβαια, τώρα ποὺ ἡ ὁδὸς ἁλώθηκε ἀπὸ τὴν μιζέρια τῶν ἀλλοδαπῶν πρεζεμπόρων (καὶ Ἑλλήνων πελατῶν τους), κλεφτῶν, φτωχομπινέδων, ποὺ μὲ δέκα, εἴκοσι, τὸ πολὺ τριᾶντα ἀλληλοξεφτυλίζεται κανεὶς δεόντως, δὲν δίνω, γιατί δὲν
ἔχω νὰ δώσω ραντεβού, μπροστὰ στὸ Ἐθνικὸ κατάντημα.
Ὡστόσο, ἡ ὁδὸς τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου (κάπου ἐκεῖ μάλιστα κατοικῶ) ἔχει κι' ἕνα καλό: τὴν κατηφορίζεις καί, ὕστερα  ἀπὸ λίγα εὐχάριστα ζὶγκ-ζάγκ, φάνεις στὸ Γκάζι, ἑκατέρωθεν τοῦ Σιδηροδρόμου. Πᾶντα δάκρυζα μ[ε τὰ τραῖνα ποὺ  φεύγαν'...

 Ὡραιότατη περιοχὴ γιὰ κέρατο, πλὴν ὅμως μὲ πολλὰ κι' ἄχαρα ξενικὰ ὀνόματα στὰ μαγαζιά της. Ποῦ ὁ Ψυρρὴς μὲ τοὺς σοφοὺς ὀνοματοθέτες!...Γιὰ παράδειγμα, ἐκεῖνο τὸ «Μεθυστάνες» - τί πιὸ ἔξυπνο, τί πιὸ σικάτο, τί πιὸ μεθυστικὰ γοητευτικό. Ἀλλὰ στὸ Γκάζι δὲν ἔχει κουλτουριάρηδες καὶ μοῦ ἀρέσει καὶ γι' αὐτό.
Ἐκεῖ, λοιπόν, μὲ ἔστειλε γιὰ τιμωρία μου ὁ Θεός. Στὸ Γκάζι. Ἄσε ποὺ θὰ πήγαινα καὶ μόνος μου, γυρεύοντας. Ἤ στὸ «Φοὺ» ἤ στὸ «Μπίγκ». Φοὺ θὰ πεῖ τρελλός, ἀλλὰ τέτοιο δίπλωμα δὲν ἔχω. Μπὶγκ θὰ πεῖ εὐμεγέθης, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι τὸ ἀρσενικὸ ἀντίστοιχο τῆς Ἕλλης Λαμπέτη, πὲς ὁ Δημήτρης Χόρν. Φανταστεῖτε! Τείνω νὰ παραδεχτῶ πόσο δίκηο εἶχε ὁ Ζὰν-Πὼλ Σάρτρ στὸ «Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» (βρέ, τί θυμᾶμαι τώρα!...) λέγοντας: ἡ κόλαση εἶναι οἱ ἆλλοι.
Ποῦ κολλάω ἐγὼ στὴν Ἁγίου Κωνσταντίνου; Ποῦ κολλάω ἐγὼ στὸ Γκάζι;
Νὰ ἐρωτοτροπεῖ κανεὶς ἤ νὰ μὴν ἐρωτοτροπεῖ; Ἰδοὺ ὁ σύγχρονος Ἅμλετ.
Ἡ Παρθένος (26 Αὐγούστου, ἄρα καὶ λίγο Λεονταράκι) ἔλεγε: Ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τὸ δυσάρεστο παρεθόν. Ὅλοι σᾶς θεωροῦν ὡραιοψώλη, - τί ἆλλο θέλετε; Αἰσιοδοξία...
Στὸ μεταξύ, ἀλλαξοπίστησα. Τώρα πιὰ πιστεύω εἰς ἕναν Ἔρωτα, κυρίαρχον, παντοκράτορα οὐρανοῦ (ἀμφιβάλλω) καὶ γῆς...Αὐτὸ μάλιστα. Ὁ ἔρωτας εἶναι ποιητικὰ πεζὸς καὶ σὰν Μεγαλέξανδρος κατακτητής. Ἀνέκαθεν τὸ ἤξερα.
Ἀλλαξοπίστησα ἐν μιᾷ νυκτί. Μπορεῖ καὶ ντάλα μεσημέρι, στὴν παραλία, θεόγυμνος. Εἶχα καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ  διακριθῶ μὲ φωτοστέφανο, ἀλλὰ ἄσε. Ἐν πρώτοις, ἐκεῖ ψηλὰ στὸν Ὑμηττό, ὑπάρχει πᾶντα τὸ μυστικό μου, χιλιοτραγουδισμένο. Ἔχει σχέση ἀντιστρόφως ἀνάλογη μὲ τὸ ζώδιό μου. Ἀλλά, ἄκρα τοῦ σκότους σιωπὴ γιὰ τὸ τί ἐννοῶ...
Βέβαια, στὸ νέο, στὸ καινοὐργιο μου θρήσκευμα, θρησκευματάκι μου, καὶ ποῦ νὰ σὲ κρεμάσω, μπῆκα μ' ἕνα ἐλάττωμα, ὅπως καὶ ἡ Κῦπρος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Ἐνδεχομένως, οὔτε ἡ Κῦπρος οὔτε κι' ἐγὼ φταίγαμε γιὰ τὴν προδοσία ἑλληνικῆς κοπῆς καὶ προελεύσως. Μπῆκα λυσσόδηκτος. Δαγκωμένος ἀπὸ κακὸ σκυλί, τὸν πέμπτο μου ἔρωτα, ἀναζητῶντας  τὸν ἕκτο ἔρωτα τῆς ζωῆς μου, ποὺ ἀκόμα σὰν βλάκας τὸν περιμένω, τὸν βλάκα. Νά γιατί δὲν βρίσκω ἄκρη, δὲν βρίσκω
προκοπή.
Ἐπιπροσθέτως, ὁ νέος μου θεός, ὁ Ἔρως, τηρεῖ στάση μούγκας. Δὲν μοῦ ἐξηγεῖ «γιατί»; Νὰ μοῦ πεῖ ἁπλά: ἐπειδή...διότι...parce que...(ἐτοῦτο εἶναι φραντσέζικο, δίκην στὺλ παριζιέν).
Ἕνας Ἀθηναῖος σὲ ἀπόγνωση. Ἀλλαξοπιστήσας. Μὴν πάει ὁ νοῦς σας ἄκαιρα σὲ ἆλλες ἀλλαξιές. Ἀρνήθηκα πάσαν ἐγκράτειαν καὶ ἔπαθα ἀκράτειαν δακρύων. Τὰ δάκρυά μου εἶναι καυτά, προφητεία παληά. Μυήθηκα ἐμβριθῶς στὸ θρησκευματάκι μου, ὁρκίζομαι σ' αὐτὰ ποὺ βαστάω, ὅταν ξαπλώνω.


 Τηρῶ μάλιστα καὶ τὶς Δέκα Ἐντολές. Λίγο μπερδεύω τὴν σειρά τους ἀλλὰ... - νὰ τίς πῶ;
* Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἀλλά, γιὰ νὰ γίνεις μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς, τίμα περισσότερο τὸ Ἀγαπημένο Πρόσωπο.
* Οὐ φονεύσεις τὰ ὄνειρα τοῦ Ἀγαπημένου Προσώπου λέγοντας: «Αὐτὰ ποὺ ὀνειρεύεσαι τώρα τέλειωσαν πιά».
* Οὐ μοιχεύσεις (οὐ κερατώσεις) εἰς χρόνους ἀθεραπεύτων ἰῶν.
* Οὐ κλέψεις τὰ χρόνια Ἐκείνου ποὺ σὲ ἀγάπησε. Ποῦ θὰ τὰ ξαναβρεῖ μετὰ τὸν χωρισμό;
* Οὐ ψευδομαρτυρήσεις μαρτυρίαν ψευδὴ ἀπὸ τηλεφώνου, ὅτι τάχα μόλις τώρα ξύπνησες καὶ δὲν προλαβαίνεις τὸ ραντεβού, ὅταν ὁ ἆλλος περιμένει ἐξ αἰτίας σου ἐκεῖ - κι' ἀφοῦ μάλιστα πῆγες, εἶδες καὶ ἀπῆλθες καὶ ἐκεῖνος σὲ μπάνισε, κούνια ποὺ σὲ κούναγε!... Ἡ πράξη σου εἶναι χειροτέρα τοῦ τετάρτου ἔρωτος ποὺ διαβεβαίωνε ὅτι τὰ λεφτὰ ἦταν στὴν Τράπεζα, ἐνῶ τὰ εἶχε σηκώσει δύο χρόνια πρίν - κι' ἄς μὴν ἦταν ἠθικῶς δικά του! Ὅλοι στὴν πλάτη τοῦ καμπούρη.
* Μὴ λὲς ψέματα ὅτι ἀγαπᾶς κάποιον, ἀφοῦ κάποτε αὐτὸς θὰ τὸ καταλάβει. Οὐδεὶς αἰωνίως κορόιδο.
* Μὴν φαντασθεῖς ὅτι εἶσαι ὡραῖος, ὅτι μόνον τὸ σόι σου ἀξίζει. Τὸ σόι σου εἶναι πανομοιότυπο ὅλων τῶν ἄλλων: κοπριὰ ἀπὸ κόπρανα, στὴν γλώσσα τῶν ἱερῶν μας κειμένων.
* Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἔρως, ὁ Κύριός σου, ποὺ σ' ἔφερα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὴν δουλόπρεπη, στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἀξιώθηκες τὸν Παρθενώνα. Μὴν ἔχεις ἆλλον Ἔρωτα πλὴν Ἐμοῦ.
* Μὴν ἐπιθυμήσεις τὴν ἀπονέκρωση τοῦ πλησίον σου, ἐπειδὴ δὲν ἔχεις, ἐσύ, κοινωνικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς ἀνησυχίες. Κακορίζικο Δεξιὸ πλᾶσμα!
* Νὰ θυμᾶσαι τὴν ἡμέρα ποὺ γνώρισες τὸ Ἀγαπημένο Πρόσωπο καὶ ἄλλαξε ἡ κοινοπληκτικὴ ζωή σου - κι' αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ τὴν τιμᾶς μὲ τὰ Ἐρωτίδια. Νὰ ἀσχολεῖσαι μὲ τοὺς οἰκείους σου, ἀλλά, τὴν ὥρα τοῦ πάθους, νὰ κλείνεις στὴ θεία σου τὸ τηλέφωνο εἴκοσι πέντε λεπτὰ νωρίτερα, μιᾶς καὶ κακῶς τὸ σήκωσες, κι' ἀφοῦ τὸ Ἀγαπημένο Πρόσωπο ἔμεινε ρέστο.

Ἀμάν, ὀξυγόνο, πεθαίνω. Καρυωτάκη συνέχισε:
Τώρα μακραίνουνε
πῦργοι, παλάτια.
Κλαῖνε μου οἱ θύμησες,
κλαῖνε τὰ μάτια.

Τώρα θανάσιμη
νύχτα μὲ ζώνει.
Μέσα μου ὀγκώνονται
οἱ ἄφραστοι πόνοι.

Μ' εἶδαν, προσπέρασαν
ὅσοι ἀγαπάω.
Μόνος ἀπόμεινα
κι' ἔρημος πάω.


Ὅσο τὰ ἔλεγε ὁ ποιητής, ἐγὼ ἑτοίμαζα τὶς χοές. Γιὰ τοὺς νεκροὺς ἔρωτες. Δῶστε μου ἕνα φιλὶ νὰ σᾶς πῶ τί ἀκριβῶς κάνω.
Εὐχαριστῶ. Τὰ μυστικά μου εἶναι κοινά, δὲν κατάγομαι ἀπὸ τὴν κοντέσσα Βαλέραινα ἐγώ.
Ὡς σύγχρονος ἀρχαῖος Ἕλληνας λοιπόν, ξεπροβάλλω γυμνούλης στὰ κατ' ἄστυ Διονύσια, μὲ λίγα γιασεμιὰ ἐκεῖ ποὺ κοιτᾶτε. Στὸ βέλτιστο φόντο τοῦ ἀρώματος. Στὸ πὶκ-ἄπ Κάλλας, Νταντωνάκη, Μπερλιόζ, Βέρντι, Χατζιδάκις. Καὶ κάνω θυσία, σπονδὴ στὸν ἀέρα, νὰ τ' ἀκούει ὁ Αἴολος, ποὺ μοῦ πῆρε τοὺς πέντε ἔρωτές μου. Σκορπάω μέλι, κρασί, νερό, ὅλα Ἀττικῆς.
Νὰ ξεδιψάσουν, νὰ γλυκαθοῦν, νὰ μεθύσουν οἱ χαμένοι ἔρωτες. Μήπως κι' ἀναστηθοῦν ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, τὰ ἀγαπημένα.
Ἄξιζαν τόσο τὴν ἀγάπη μου, ὥστε δικαίως τώρα νὰ ἄξιζαν τὸ μίσος μου. Ἄν δὲν μισήσεις, δὲν συγχωρνᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι ὁ Γανυμήδης ποὺ κερνάει ἀμβροσία τοὺς θεούς. Εἶμαι ἕνας σύγχρονος ἁπλὸς ἀρχαῖος Ἕλληνας, πού, μὲ τὸ νέκταρ τῶν ματιῶν μου, θέλω νὰ δροσίσω μιὰ καρδιά. Ζωντανή. Γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε πλήρως:
εἶμαι ἀρχαῖος Ἕλληνας σημερινός.

Υ.Γ. Στὴν Μαριανέλλα (μία ξέρω καὶ δὲν τὴν ἀλλάζω).
.......................................................................................................μὲ χοὲς στοὺς νεκροὺς ἔρωτες.
~
1η δημοσίευση στὴν «Ἀνοχύρωτη Πόλη», τεῦχος 19, 25 Σεπτεμβρίου 2007.
Στὸ σηνερινὸ κείμενο ὑπάρχουν βελτιώσεις.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου